Νίκη Σορβανή

Το θέμα που θα ερευνήσω και θα αναλύσω στη διδακτορική διατριβή είναι τα standards, που αποτελούν τη βάση για την αρχιτεκτονική σύλληψη και το σχεδιασμό. Συγκεκριμένα, θα εστιάσω στα εξιδανικευμένα σχεδιαστικά σωματικά πρότυπα, τους λεγόμενους “τυπικούς-μέσους χρήστες” με τους προκαθορισμένους και συγκεκριμένους ρόλους, τους “τυπικούς-πρότυπους χώρους” με την ιδανική διαρρύθμιση και διαστάσεις.
Μετά τη βιομηχανική επανάσταση, κατέστη πλέον σαφές ότι ο σχεδιασμός, και η μελέτη που προϋποθέτει, δε μπορεί να βασίζεται στα ιδιαίτερα μέτρα και απαιτήσεις του κάθε χρήστη. Έτσι, τυποποιήθηκε για να καλύπτει, με μεγάλες παρτίδες παραγωγής, ομάδες χρηστών. Προσδιορίστηκε η “ελάχιστη ύπαρξη”, ο “τυπικός χρήστης”, ο “μέσος άνθρωπος”, δηλαδή το σώμα που επιτελεί συγκεκριμένες δράσεις, ρόλους, κινήσεις, έχοντας επίσης συγκεκριμένες μορφές, σχήματα, και διαστάσεις. Με τον υπολογισμό του “ελάχιστου” (“ελάχιστος απαιτούμενος χώρος”, “ελάχιστες διαστάσεις”, κτλ.), θεωρήθηκε πως μπορούσαν πλέον να προβλεφθούν όλες οι ανθρώπινες κινήσεις και δραστηριότητες, και κάθε χωρική απαίτηση· καθώς καθορίζοντας το ελάχιστο, τέθηκε το κατώτατο όριο, στα πλαίσια του οποίου θεωρητικά οποιοδήποτε σώμα απλά “μπορούσε να χωρέσει”.
Ο εμπνευστής και συγγραφέας του βιβλίου Neufert, ο Ernst Neufert, υποστήριζε πως το συγκεκριμένο εγχειρίδιο είναι προϊόν μετρήσεων, εμπειριών και συμπερασμάτων πρακτικής έρευνας γύρω από τον άνθρωπο. Σε μία εποχή που αποζητούσε ένα πρότυπο μέσο σώμα για να διευκολυνθεί η μαζική βιομηχανική παραγωγή, ο Neufert όρισε το “μέσο άνθρωπο”, ως άνδρα, λευκό, αρτιμελή, αστό, με συγκεκριμένες διαστάσεις, σωματότυπο, και προκαθορισμένες κινητικές δυνατότητες και ρόλους.
Παράλληλα, η προσωπική φιλοδοξία και το όραμα του Le Corbusier για μία οικουμενική βιομηχανική παραγωγή, η οποία θα στηρίζεται σε έναν κοινό παγκόσμιο μετρικό κώδικα, αρμονικό στην ανθρώπινη κλίμακα, τον ώθησε στο αρκετά ψηλό για την εποχή του Modulor (1,82m)· για το οποίο, μάλιστα, υποστήριζε πώς είναι καλύτερα ένα μέγεθος να είναι μεγαλύτερο, παρά μικρότερο από το κανονικό, ώστε να χρησιμοποιείται από όλους. Στους Neufert αντίστοιχα υιοθετήθηκε ως ιδανικό μέσο ανθρώπινο σώμα το ανδρικό, ύψους 1,85m.
Με την πάροδο των δεκαετιών η εργονομία έχει εδραιωθεί ως αδιαμφισβήτητη και υποδειγματική. Από βοήθημα για την παραγωγή, κατέληξε σε δεσμευτική συνθήκη για τον ίδιο τον άνθρωπο, αφού ενώ ξεκινά με ανθρωποκεντρική θεώρηση και σκοπό, εν τέλει αγνοεί επί της ουσίας το ανθρώπινο σώμα.
Ωστόσο, το ζήτημα δεν είναι απλά ότι ο “άνθρωπος” του κάθε εργονομικού σκαριφήματος έχει παντού μία μοναδιαία διάσταση, αλλά και ότι σε κάποιους χώρους και δράσεις χρησιμοποιείται συγκεκριμένα ανδρικό σώμα (π.χ. καθιστικό, εργασία σε δημόσιο χώρο), και σε ορισμένους άλλους γυναικείο (π.χ. κουζίνα, διεκπεραίωση οικιακών εργασιών). Επομένως, η έρευνα θα επεκταθεί πέρα από τα ανθρωπομετρικά μεγέθη, και σε μία πολιτισμική επεξεργασία και ανάλυση των “τυπικών σωμάτων”, ως προς την εμφάνιση, την απεικονιστική απόδοση των έμφυλων χαρακτηριστικών, των έμφυλων ρόλων και προτύπων.
Μία πρώτη προσέγγιση του θέματος έχει ήδη γίνει στη διπλωματική μου εργασία στο Δ.Π.Μ.Σ. Σχεδιασμός-Χώρος-Πολιτισμός του ΕΜΠ, η οποία έφερε τον τίτλο “Μήπως πρέπει να κάψουμε το Neufert”.

Tο μπαλκόνι ως αρχιτεκτονικός χώρος έκφρασης και συνδιαλλαγής του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου μέσα από την νεοελληνική ποίηση, Ναρίνα Σουβατζίδου

Η παρακάτω πρόταση για την εκπόνηση Διδακτορικής Διατριβής με τίτλο "Tο μπαλκόνι ως αρχιτεκτονικός χώρος έκφρασης και συνδιαλλαγής του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου μέσα από την νεοελληνική ποίηση" αποτελεί εξέλιξη της Μεταπτυχιακής εργασίας με τίτλο «Το μπαλκόνι – Συμβολισμός και νοηματοδότησή του μέσα από λογοτεχνικές αφορμές» που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του μαθήματος ``Αντίληψη, αναπαράσταση και νοηματοδότηση του χώρου`` με υπεύθυνους διδάσκοντες τον κο. Σταύρο Σταυρίδη και Σάββα Κονταράτο. Η εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών «Αρχιτεκτονική – Σχεδιασμός του Χώρου» τον Οκτώβρη του 2004.

Το μπαλκόνι είναι ένας μεταβατικός χώρος και μεσολαβεί μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου. Εμπεριέχει ίσως την έννοια του κατωφλιού i αλλά δεν μπορεί να οριστεί μόνο ως τέτοιο. Είναι σίγουρα ένας χώρος που διαπραγματεύεται πολλές αντιτιθέμενες (κάποιες φορές) έννοιες και ισορροπεί μεταξύ διαφόρων στοιχείων. Ανάμεσα στο μέσα και στο έξω, στο επάνω και στο κάτω, στο ιδιωτικό και στο δημόσιο, στην θέα και στο θέαμα, στο ανοιχτό και στο κλειστό. Τι μπορεί να συμβολίζει και να οριοθετεί; Και τελικά τι μπορεί να στεγάζει;

`` Το σπίτι
κοιτάζει τον δημόσιο δρόμο
και τη θάλασσα
με λογική τεσσάρων παραθύρων,
χαμογελώντας στερεότυπα
μ’ ένα πλατύ πορτοκαλί
μπαλκόνι.`` ii

Μέσα σε αυτούς τους στίχους της Κικής Δημουλά, το μπαλκόνι παρομοιάζεται με ένα χαμόγελο. Ένας παραλληλισμός που σίγουρα αντανακλά μία μορφολογική, κατ’ αρχήν, αντιστοιχία που δημιουργείται στο μυαλό αυθόρμητα. Χαρακτηριστική είναι η απεικόνιση της πρόσοψης ενός σπιτιού κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μοιάζει με πρόσωπο, και σε αυτήν την μεταφορά το μπαλκόνι παραλληλίζεται με το ανθρώπινο στόμα. Το μπαλκόνι είναι το άνοιγμα προς τα έξω. Εκφέρει λοιπόν λόγο, αντιστοιχεί σε έναν τόπο όπου εξωτερικεύεται ένα κομμάτι της εσώτερης αλήθειας και δράσης του σπιτιού. Το μπαλκόνι είναι ένας χώρος κοινοποίησης, κι αυτό γιατί γνωρίζει κανείς εκ των προτέρων πως βγαίνοντας προσφέρει τον εαυτό του στην δημόσια ματιά.
Εάν ο τόπος είναι ένας χώρος από συμβάντα τότε η αρχιτεκτονική ορθώνει τον χώρο αυτόν και η ποίηση τον περιγράφει και τον εμπλουτίζει με τα δικά της συμβάντα. Μέσα από τα γραπτά κείμενα οι αρχιτεκτονικοί χώροι αποκτούν την παραμυθία που τους συνοδεύει, (συν) αισθηματοποιούνται και μέσα από την ευαισθησία των ποιητών στην προσέγγισή τους διαγράφονται οι πολλαπλές αναγνώσεις τους και εντείνεται η σημασία τους.
Έχει ενδιαφέρον ότι η ποίηση καταγράφει διαφορετικές εκδοχές του τρόπου με τον οποίο βιώνει κανείς αυτό που ο αρχιτέκτονας σχεδιάζει με τρείς και μόνον απλές γραμμές : τον εξώστη, και είναι σημαντικό ο αρχιτέκτονας να αντλεί πληροφορίες σχετικά με τους χώρους που σχεδιάζει από άλλα πεδία. Αναρωτιέται κανείς πόσο πιο ευφάνταστος και γόνιμος θα ήταν o σχεδιασμός εάν συνοδεύει τον αρχιτέκτονα τις στιγμές της σύνθεσης μια παραμυθία για τον κάθε αρχιτεκτονικό χώρο.
Μέσα από τις ποιητικές αναφορές το μπαλκόνι αποκτά διαφορετικές εσωτερικές ατμόσφαιρες και πρόσθετες διαστάσεις, αυτές ενός `λεκτικοποιημένου χώρου`.
Πιο αναλυτικά, ένας από τους στόχους είναι να ερευνηθεί τι είδους πληροφορίες μπορεί να δώσει αυτός ο λεκτικοποιημένος πια μέσα από τον λόγο χώρος, και πως μπορεί η ποίηση να συμβάλει στην παραγωγή νέας γνώσης ή οπτικής πάνω στον αρχιτεκτονικό χώρο .

Σημαντικό κομμάτι της εργασίας θα είναι επίσης να αναδειχθεί η πολυπλοκότητα αυτού του χώρου και η σημασία του στην πρακτική της νεοελληνικής κατοίκησης.
Αφορμή για την έρευνα στάθηκε επίσης η διαπίστωση ότι ο χώρος του μπαλκονιού
είναι σήμερα ένας παραμελημένος χώρος που χρησιμοποιείται κυρίως σαν αποθηκευτικός και η ύπαρξή του τις περισσότερες φορές είναι σχηματική.
Σκοπός της εργασίας θα είναι επίσης να αναδείξει και να θέσει ορισμένες προβληματικές σχετικά με την σημερινή υπόσταση αυτού του χώρου και πως μπορεί πιθανώς να εμπλουτιστεί και να νοηματοδοτηθεί εκ νέου.



i `` Ίσως πρέπει να ονομάσουμε τούτες τις ενδιάμεσες επικράτειες με ένα όνομα που τους ταιριάζει: κατώφλι. Δεν είναι τα κατώφλια εκείνοι οι τόποι οι ενδιάμεσοι που η διάβασή τους σημαδεύει αλλαγές σε εκείνους που τα διαβαίνουν;… Στο κατώφλι η μετάβαση ανάμεσα σε ένα πριν και ένα μετά, ανάμεσα σε ένα εδώ και ένα εκεί, ανάμεσα σε έναν τόπο και σε έναν άλλον εκφράζεται με μα κίνηση. Η κίνηση η ίδια, η ζυμωμένη με τον χρόνο κίνηση, είναι που παράγει το κατώφλι. Πρέπει λοιπόν να μιλήσουμε για τα κατώφλια όχι σαν διαμορφώσεις χώρου αλλά σαν εμπειρίες, σαν σχέσεις με κάποιους χώρους.`` Σ. Σταυρίδης, Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα (Αθήνα, 2002), σελ.285-286

ii ``Βιογραφικός Πίνακας`` στο: Κ. Δημουλά, Ποιήματα, Εκδόσεις Ίκαρος (Αθήνα, 1998), σελ.87

Η σχέση αφήγησης και τελετουργίας στη νοηματοδότηση της κατοίκησης, Μυρτώ Βορεάκου

Η σύνθεση των χώρων γεννιέται από μία απόπειρα ‘γραφής’ μιας ‘χωρικής ιστορίας’ – μιας ιδιότυπης ‘χωρικής αφήγησης’ – που στοχεύει να οργανώσει την κατοίκηση σε πρακτικό και συμβολικό επίπεδο. Αντίστροφα, αυτός που βιώνει τον χώρο, εντάσσει τις υλικές κατασκευές στη δική του προσωπική αφήγηση, ώστε να τις οικειοποιηθεί, να τους αποδώσει νόημα και να τοποθετήσει τον εαυτό του στην πραγματικότητα που συγκροτούν. Οπότε η συγκρότηση της αφήγησης, ως μια προσπάθεια απόδοσης νοήματος στα πράγματα μέσω του σημαίνοντος συσχετισμού τους, αποτελεί μία σημαντική πρακτική κατοίκησης, αλλά και εργαλείο σύνθεσης και οργάνωσης του ‘προς κατοίκηση’ αντικειμένου. Οι χώροι γεννούν αφηγήσεις και ενσωματώνουν άλλες, και η συγκρότηση και κατοίκησή τους δεν αποκτά το πλήρες νόημά της αν δεν αναμετρηθεί με αυτές τις ‘χωρικές ιστορίες’.
Σε πρώτη φάση η έρευνα βασίζεται στη διπλωματική εργασία του ΜΔΕ Σχεδιασμός – Χώρος – Πολιτισμός με τίτλο «Το κείμενο και η Κατοίκηση. Αναλογία, Προβολή και Ταύτιση».

Το μοντέλο που προτείνεται συγκροτείται από τρία επιμέρους σχήματα – τρεις συνθήκες – προσέγγισης της σχέσης αφήγησης και κατοίκησης: το σχήμα της αναλογίας, το σχήμα της προβολής και το σχήμα της ταύτισης.
Στο αναλογικό σχήμα, η αφήγηση και η κατοίκηση αντιμετωπίζονται ως δύο διακριτές οντότητες που βρίσκονται σε ικανή απόσταση, ώστε να είναι εφικτή η μεταξύ τους αντιστοιχία και σύγκριση. Στην περίπτωση του σχήματος της προβολής, η κατοίκηση προβάλλεται στην αφήγηση και οι σχέσεις που τη συγκροτούν επικαιροποιούνται μέσα στο σώμα του κειμένου, επιτελώντας μία σχέση μεγαλύτερης εγγύτητας.
Η ταύτιση στοχεύει το θέμα από ένα εναλλακτικό σημείο οράσεως. Ο πολιτισμός των Ιθαγενών της αυστραλιανής ηπείρου – των Aboriginal – αποτελεί το υπόβαθρο αυτής της διερεύνησης και η ιδιαίτερη σχέση τους με τον τόπο και τις αφηγήσεις, το πεδίο διατύπωσης της ταύτισης, ως συνθήκης συνάντησης των δύο συστημάτων – του χώρου με το κείμενο. Η σχέση αφήγησης και κατοίκησης όπως συγκροτείται στο σύμπαν των Aboriginal καταλύει την απόσταση και την αλληλουχία: ο μύθος και ο τόπος τελούνται ταυτόχρονα, παράγοντας την αφήγηση και την κατοίκηση, σε συνθήκη συγχρονίας. Ο μηχανισμός ενεργοποίησης του τόπου και του κειμένου είναι ταυτόχρονος και κοινός: ο τόπος δεν μπορεί να κατοικηθεί αν δεν αφηγηθεί. Η τελετουργία [ritual] είναι εκείνη που προσφέρει το έδαφος γι’ αυτή την ταυτόχρονη επιτέλεση και γι’ αυτό κρίνεται καθοριστική για την έρευνα.

Η διατριβή βρίσκεται σε πολύ αρχικό στάδιο ακόμα. Ο πρώτος στόχος που έχω θέσει για να προχωρήσω, είναι να διερευνήσω την τελετουργία, ώστε να αποπειραθώ στη συνέχεια να εντοπίσω κάποιον αντίστοιχο μηχανισμό στις ‘’δυτικότροπες’’ συνδέσεις αφήγησης και κατοίκησης.

ενδεικτική βιβλιογραφία:

Agamben, G. 2003. Χρόνος και Ιστορία: Κριτική του Στιγμιαίου και του Συνεχούς (μτφ. Δημήτρης Αρμάος), Ίνδικτος, Αθήνα.
Bachelard, G. 1982. Η ποιητική του χρόνου (μτφ. Ελένη Βέλτσου – Ιωάννα Χατζηνικολή), Χατζηνικολή, Αθήνα.
Blanchot, Μ. 1970. Ο χώρος της λογοτεχνίας (μτφ. Δημήτρης Δημητριάδης), Εξάντας – Νήματα, Αθήνα.
Certeau, M. de 1986. Heterologies. Discourse on the Other (μτφ. Brian Massumi), Minnesota, Minneapolis.
Certeau, M. de 1988. The practice of everyday life, University of Califorinia, Berkeley.
Certeau, M. de 2005. L’ invention du quotidien.1. Arts de faire, Gallimard, Paris.
Mauss, M. 1985. Sociologie et anthropologie, Quadrige, Paris.
Mauss, M. & Hubert, H. 2003. Σχεδίασμα μιας γενικής θεωρίας για τη μαγεία (μτφ. Θ. Παραδέλλης), Εικοστού Πρώτου, Αθήνα.
McCulloch, S. 1999. Contemporary Aboriginal Art: A guide to the rebirth of an ancient culture, Allen & Unwin, Crows Nest.
Muecke, St. & Shoemarker, A. 2004. Aboriginal Australians: First Nations of an Ancient Continent, Thames & Hundson, London.
Reed, A.W. 1987. Aboriginal myths. Tales of the Dreamtime, Hong Kong, Reed.
Ricoeur, P. 1990γ. Η αφηγηματική λειτουργία (μτφ. Βαγγέλης Αθανασόπουλος), Καρδαμίτσα, Αθήνα.
Ricoeur, P. 1998. Η ζωντανή μεταφορά (μτφ. Κωστής Παπαγιώργης), Κριτική, Αθήνα.
Καλογερόπουλος, Κ. 1999. Η σοφία του ονειροχρόνου: Μύθοι και θρύλοι των ιθαγενών της Αυστραλίας, Ιάμβλιχος, Αθήνα.
Καυταντζόγλου, Ι. 1995. Ο κύκλος και η γραμμή. Όψεις του κοινωνικού χρόνου, Εξάντας, Αθήνα.
Σταυρίδης, Στ. 2002. Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
Τσάτουιν, Μπρ. 1990. Τα μονοπάτια των τραγουδιών, (μτφ. Σοφία Φιλέρη), Χατζηνικολή, Αθήνα.
Bourdieu, P. 1984. Questions de sociologie, Minuit, Paris.
Bourdieu, P. c2000. Πρακτικοί λόγοι : για τη θεωρία της δράσης , Πλέθρον , Αθήνα
Bourdieu, P. 1979. La distinction : critique sociale du jugement, Editions de Minuit, Paris.
Sennett, R. 1976. The fall of Public Man, Faber and Faber, London.

Άτυπη αστικοποίηση στις πόλεις της Μεσογείου: ο ρόλος των κοινωνικών κινημάτων για την πόλη, Σιατίτσα Δήμητρα

Μια παράλληλη αφήγηση περιπτώσεων άτυπης αστικοποίησης σε πόλεις της Μεσογείου όπου οι διαδικασίες παραγωγής του χώρου αλλά και ο χώρος ο ίδιος θα διερευνηθούν με "εργαλείο" τα κοινωνικά κινήματα πόλης και πιο συγκεκριμένα κινήματα που σχετίζονται με την κατοικία ή την γειτονιά.

Κεντρικά ερωτήματα της έρευνας: Ποια η σχέση του κάτοικου με τον χώρο; Ποια η αντίληψή του για τον ρόλο του κράτους, της ρύθμισης, του σχεδιασμού στην παραγωγή της πόλης; Πώς συγκροτείται η "κοινωνία των πολιτών" και ποιες οι μορφές συλλογικής δράσης; Έχοντας κατά νου τις θεωρίες κοινωνικών κινημάτων, τι είδους κινήματα αναπτύσσονται σε ένα τέτοιο πλαίσιο;

Για την μελέτη των παραπάνω ερωτημάτων θα γίνει επιλογή μελετών περίπτωσης από τρεις χώρες της Μεσογείου: την Ελλάδα, την Ισπανία και το Μαρόκο. Οι μελέτες περίπτωσης αφορούν παραδείγματα άτυπων γειτονιών (γειτονιές κατοικίας που έχουν προκύψει χωρίς "επίσημη" ρύθμιση) όπου σε κάποια δεδομένη στιγμή –τα παραδείγματα δεν είναι απαραίτητο να είναι συγχρονικά- υπήρξαν κινητοποιήσεις των κατοίκων για θέματα σχετικά με την γειτονιά τους. Με ενδιαφέρει ο δημόσιος λόγος που αναπτύχθηκε, τι υποδηλώνει για την σχέση των κατοίκων με τον χώρο της πόλης, ποια τα προτάγματα κλπ.

Ζητήματα
1) Πρέπει να αναπτυχθεί όλη η προβληματική που σχετίζεται με τις διαφορετικές όψεις του άτυπου [>> αυθαίρετου, παράνομου, μη σχεδιασμένου, μη ενταγμένου, μη ρυθμισμένου ++]. Τι εξέλιξη είχε στην κάθε περίπτωση (π.χ το άτυπο στην Ελλάδα σήμερα), σε ποιες ανάγκες απαντά (πρόσβαση στην κατοικία ή απόκτηση δεύτερης εξοχικής κατοικίας), σε ποιους απευθύνεται (το άτυπο των φτωχών και το άτυπο των πλουσίων)... Πιθανά τα παραδείγματα που θα μελετήσω να τοποθετηθούν αξιολογικά βάση μιας τέτοιας "παλέτας".

2) Η κουβέντα για τα κοινωνικά κινήματα πόλης στις πόλεις του Νότου (πελατειακά συστήματα, ο ρόλος της οικογένειας και των συγγενικών δικτύων, η ατομική επίλυση προβλημάτων, η περιστασιακή συγκρότηση συλλογικού μετώπου αλλά χωρίς διάρκεια, οι σύλλογοι γειτονιάς...). Μπούμε τελικά να μιλάμε για κοινωνικά κινήματα; ποιος ο ορισμός; Γιατί στην Ελλάδα δεν είχαμε κινήματα για την κατοικία...

3) Είναι νομιμοποιημένη η σύγκριση μεταξύ τόσο διαφορετικών κοινωνικό- ιστορικό- πολιτικών πλαισίων; Δεν μπορώ να μιλάω για σύγκριση αλλά για παράλληλη παράθεση που στόχο έχει να φωτίσει ένα θέμα από διαφορετικές θέσεις.
Αυτό που πιθανά έχει ενδιαφέρον είναι ; (α) τι μπορεί να παραχθεί από την μεταφορά ερωτημάτων από το ένα πλαίσιο στο άλλο (β) τι καινούργιο μπορεί να προκύψει όταν γίνει μεταφορά εννοιών, λέξεων κλπ που έχουν προκύψει σε ένα άλλο πλαίσιο. Αυτού του τύπου η προβληματική εμφανίζεται ιδιαίτερα σε προσεγγίσεις Βορρά/Νότου – δύσης/ "τρίτου κόσμου".

Το μοντάζ ως εργαλείο σχεδιασμού και συνθήκη χωρικής εμπειρίας, Ναταλία Μπαζαίου

Η συγκεκριμένη έρευνα, έχει ως θέμα τη διερεύνηση της έννοιας του μοντάζ, ως μεθόδου που δρα όχι μόνο σε επίπεδο εικόνων αλλά και σε επίπεδο εμπειριών, ή ακριβώς στην τομή τους. Βασική θέση της έρευνας είναι ότι το μοντάζ, μπορεί να αποτελέσει μια ολική συνθήκη εμπειρίας και ένα τόσο περιγραφικό, όσο και αναλυτικό εργαλείο παραγωγής, αναπαράστασης και αντίληψης του χώρου.

Βασική επιδίωξη της έρευνας, θα είναι η εξέταση του πως η διερεύνηση των δομικών συνθηκών του μοντάζ μπορεί να συνεισφέρει ή να καθοδηγήσει τη σχέση με το χώρο και το πώς η συνένωση κατά κανόνα ετερογενών θραυσμάτων σε μια ολότητα και σε συγκεκριμένη χρονική διάρκεια, παράγει τη συναισθηματική απόκριση του χρήστη. Το ενδιαφέρον έγκειται στο μοντάζ ως αλληλουχία «πλάνων», αλλά και ως στοιχείου που προκύπτει από τη σύγκρουση ή αντιπαράθεση των μεμονωμένων στοιχείων, καθώς και στην ίδια την πράξη κατασκευής του.
Για τον ορισμό του μοντάζ, υπάρχουν πολλές απόψεις, που του αποδίδουν διαφορετική σημασία και δυνατότητες. Στη συγκεκριμένη έρευνα, επιχειρείται μια διεύρυνση της έννοιας και στόχος είναι η ενασχόληση με το μοντάζ ως μέθοδο οργάνωσης διαφορετικών πλάνων, εικόνων, υλικών, ιδεών, χωρικών ποιοτήτων. Η οργάνωση αυτή, μπορεί να επιτευχθεί μέσω της αντικατάστασης, της εισαγωγής, της αντίθεσης, της αντιπαράθεσης, της επικάλυψης, της σύγκρουσης θραυσμάτων, υπό διάφορες σχέσεις αναλογιών και ρυθμού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία νοηματικών αλληλουχιών, συνεχειών ή ασυνεχειών του χώρου.
Πως σχετίζεται, λοιπόν, το μοντάζ με την αρχιτεκτονική, εκτός από την ίσως προφανή θεώρηση ότι η αρχιτεκτονική αποτελείται από υλικά και στοιχεία σε καθεστώς συναρμολόγησης, είτε μεταφορικά, είτε ως σχεδιαστική διαδικασία και κτισμένο αποτέλεσμα? Κατά ποιους τρόπους και προϋποθέσεις πραγματοποιείται η θεώρηση της αρχιτεκτονικής ως χωρικού μοντάζ? Εδώ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σχέση του μοντάζ με την αρχιτεκτονική μπορεί να θεωρηθεί ασαφής στην εξάρτησή της από τη θραυσματοποιημένη και διασπαρμένη εικόνα και του διαφορετικού συμβολισμού της ιδέας του θραύσματος σε κάθε εποχή. Παρόλα αυτά, η πρακτική του μοντάζ με πολλούς τρόπους αποτελεί ένα χώρο διαλεκτικής φαντασίας που συνενώνει την αρχιτεκτονική με άλλα πεδία, σε επίπεδο μεθόδου, μορφής και εμπειρίας, αρθρώνοντας ανόμοια στοιχεία σε μια κοινή κατασκευή. Άρθρωση που αντλεί συστατικά προερχόμενα από την τεράστια πληροφορία ετερογενών λειτουργικών προγραμμάτων, πολλαπλών επιπέδων και δυνάμεων του χώρου. Ακριβώς αυτή η δυνατότητα του μοντάζ να προβάλει τη σε διαρκή κατάσταση μεταβολής σύγχρονη εμπειρία ζωής, αποδομώντας και επαναδομώντας τα πράγματα σε νέες αφηγήσεις, παίρνοντας μεμονωμένα στοιχεία ενός υπάρχοντος πεδίου και δημιουργώντας νέες αναγνώσεις, είναι ικανή, όπως θα υποστηριχθεί, να αναπτύξει ένα νέο αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο.
Για την επίτευξη του στόχου της έρευνας, επιχειρείται η ανάλυση της έννοιας του μοντάζ, μέσα από τη μελέτη του ιστορικού εφαρμογή της και μέσα από τις ποικίλες χρήσεις και τις διαφορετικές αντιλήψεις ως προς τη σημασία της, σε όλη τη διάρκεια του 20ου και σε διάφορους τομείς, όπως είναι η λογοτεχνία, η φωτογραφία, ο κινηματογράφος, τα εικαστικά, η μουσική. Παράλληλα, θα γίνει επεξεργασία αρχιτεκτονικών κειμένων και του κτισμένου ή μη έργου αρχιτεκτόνων και ερευνητών του δομημένου περιβάλλοντος. Θα εξεταστεί το πώς επιλεγμένες κρίσιμες στρατηγικές και τρόποι αναπαράστασης που είχαν να κάνουν με τη συνθήκη του μοντάζ και του κολλάζ, υιοθετήθηκαν ως αξιωματικές συνθήκες της «αυτόνομης» αρχιτεκτονικής, σε μια προσπάθεια ευθυγράμμισής της με τα δεδομένα του ευρύτερου πολιτισμικού περιβάλλοντος. Θα μελετηθούν χρήσεις του μοντάζ που δεν αφορούν μόνο σχέσεις εικόνων και οπτικές εναλλαγές, αλλά και σχέσεις οσφρητικών εμπειριών, σχέσεις ηχητικές, σχέσεις αφής.
Τα παραπάνω παραδείγματα, θα ενταχτούν στην ευρύτερη προσπάθεια να καλυφθεί ιστορικά η χρήση του μοντάζ στην αρχιτεκτονική εμπειρία, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, με στόχο να αποδειχθεί η σημασία του συσχετισμού της αρχιτεκτονικής με τα τυχαία θραύσματα και τις νοηματικές στρώσεις της τεμαχισμένης εικόνας του κόσμου. Μιας πραγματικότητας στην οποία αντικρουόμενες και φαινομενικά ασύνδετες εικόνες είναι ικανές να συνυπάρξουν και να δημιουργήσουν πεδία πολλών δυνατοτήτων και καταστάσεων ισορροπίας, αποδεικνύοντας ότι το μοντάζ μπορεί να είναι μια ολική συνθήκη χωρικής εμπειρίας.

Κατερίνα Λώλου

Το διδακτορικό μου ξεκίνησε μέσα στο καλοκαίρι και έτσι βρίσκεται ακόμα πολύ στην αρχή. Θέμα του διδακτορικού είναι ο χρήστης ως έννοια. Σκοπεύω να ψάξω στους λόγους των αρχιτεκτόνων και στην αρχιτεκτονική ιστορία του μοντέρνου, τους τρόπους με τους οποίους οι αρχιτέκτονες την χρησιμοποιούν και να ορίσω έτσι για αρχή ένα εύρος της έρευνας μου. Αυτή –αν και είναι ακόμα στην αρχή της – θα στραφεί γύρω από τις μορφές/τύπους που παίρνει η έννοια χρήστης στην αρχιτεκτονική του μοντέρνου καθώς πιστεύω ότι εκεί υπάρχουν κάποιες ρήξεις ή τίθενται κάποιες αρχές που νωρίτερα δεν υπήρχαν… Το θέμα αυτό είχε και η τελική εργασία μου για το μεταπτυχιακό Χώρος- Πολιτισμός. Θα ήθελα να ασχοληθώ παράλληλα και με μια ιστορική αναζήτηση της πορείας της έννοιας όπως και με τις τεχνικές που αυτή βοηθά να οργανωθούν και εφαρμόζονται από τους αρχιτέκτονες στην αρχιτεκτονική σύνθεση (οπτική αναπαράσταση, εννοιολογικές μεταφορές, εφαρμογή των τεχνολογιών…).

Μορφές κατοίκησης στην Αθήνα, στα τέλη του 19ου αιώνα, Αλίκη Σπυροπούλου

Το θέμα της διδακτορικής διατριβής είναι: Μέσα από την αυτή την έρευνα ήθελα να μελετήσω κατά πόσο τα λογοτεχνικά κείμενα αποδίδουν την πόλη, τον δημόσιο, τον ιδιωτικό, αθηναϊκό χώρο του 19ου αιώνα –και κάτω από ποιους όρους– και πως μπορεί να ανασυγκροτηθεί το βίωμα του χώρου σε σχέση με την λογοτεχνία.
Διαβάζοντας κείμενα –κυρίως μυθιστορήματα και διηγήματα– των Παπαδιαμάντη, Μητσάκη, Ροΐδη, Ξενόπουλου, Σπανδωνή, Κονδυλάκη βρέθηκα αντιμέτωπη με τις διαθλάσεις και τις αντιφάσεις του λογοτεχνικού λόγου. Έτσι προσπάθησα να βρω πως διερευνώνται από θεωρητική προοπτική οι πολύπλοκες σχέσεις λογοτεχνίας και αρχιτεκτονικής.
Ο στόχος της έρευνας είναι να συγκροτήσει μια μέθοδο ανάγνωσης του αρχιτεκτονικού χώρου μέσα από τα λογοτεχνικά κείμενα, συνθέτοντας τις διαφορετικές οπτικές γωνίες του συγγραφέα, του αφηγητή και των χαρακτήρων.

Αναπαράσταση Αστικού Τοπίου και Αισθητήρια Μνήμη. Το παράδειγμα του μεταπολεμικού Περάματος, Μάρω Μάνθου

Θα επιχειρήσω μία ιστορία πόλης της οποίας βασικές πηγές θα είναι οι αφηγήσεις καθημερινοτήτων, κυρίως, των κατοίκων της περιοχής και άλλες μη επίσημες πηγές που αφορούν στην αναπαράσταση του αστικού τοπίου, στον βιωμένο αστικό χώρο με την χρονικότητά του, παράλληλα, με την επίσημη ιστορία . Το Πέραμα είναι ένας τόπος που κατά την γνώμη μου παρουσιάζει ενδιαφέρον για το παραπάνω εγχείρημα, αλλά έχει επιλεγεί και για συναισθηματικούς λόγους.
Ο όρος αισθητήρια μνήμη αναφέρεται στην μνήμη των αισθήσεων, στην εμπειρία του σώματος, που είναι μια εμπειρία χώρου και χρόνου. Η μνήμη εδώ αναφέρεται ως μια πολιτισμικά διαμεσολαβημένη υλική πρακτική απόδοσης νοήματος που ενεργοποιείται από σωματικές πράξεις και υλικά αντικείμενα, από τις κοινωνικές σχέσεις και τις κοινωνικές πρακτικές. Έτσι, ο βιωμένος χώρος και χρόνος αντανακλά την ίδια τη διαδικασία της δημιουργικής επαν-αντίληψης του κόσμου στην βάση νοημάτων που αναγνωρίζονται ως κοινά. Αναζητώντας την αισθητήρια μνήμη, την συμποσιακότητα, τα συλλογικά νοήματα, μέσα από αφηγήσεις ζωής, ίσως να έρθουμε πιο κοντά στις αντιφάσεις της κοινωνικής παραγωγής της συλλογικής μνήμης, παρατηρώντας τις διαδρομές ανθρώπων που αγωνιούν να οικειοποιηθούν το χώρο, και την κάθε φορά νέα τάξη πραγμάτων, σε μια διαχρονία, χαράζοντας τις δικές του πορείες και προβάλλοντας αντιστάσεις.
Αυτό, σύντομα, είναι το θεωρητικό πλαίσιο το οποίο καθιστά, κατά την γνώμη μου, αναγκαία την διερεύνηση της καθημερινής ζωής η οποία διεκδικεί μια ουσιαστική θέση και στην ιστορική έρευνα τα τελευταία χρόνια, πόσο μάλλον σε μια ιστορία πόλης.
Η προσέγγιση του θέματος θα είναι ανθρωπολογική με την έννοια της μεθοδολογικής επιλογής. Θα ερευνήσω τις μεθοδολογικές δυνατότητες της προφορικής ιστορίας και της λογοτεχνίας. Θα εργαστώ με επιτόπια έρευνα και συνεντεύξεις βάθους.
Όπως καταλαβαίνετε υπάρχουν πολλά κενά σχετικά με την ερευνητική διαδικασία και άλλες επιμέρους ερευνητικές επιλογές αλλά ευελπιστώ ότι θα καλυφθούν με την βιβλιογραφική έρευνα και πολύ περισσότερο στο πεδίο.

Μνημείο, μνήμη και συλλογική ταυτότητα: συμβολισμός, μορφές και νόημα των μνημείων του β’ παγκοσμίου πόλεμου στην Ευρώπη, Κέλλυ Παπαϊωάννου

Είναι παραδεκτή η άποψη βάσει της οποίας οι έννοιες «μετανεωτερικότητα», «παγκοσμιοποίηση» και «ταυτότητα» αποτελούν αυθαίρετες κατασκευές με κανονιστικές ιδεολογικές αναφορές. Οι έννοιες αυτές χρησιμοποιούνται ως σχήματα μεθερμηνείας του κοινωνικο-οικονομικού πεδίου, προκειμένου να περιγράψουν πλευρές του εποικοδομήματος που αντιστοιχεί στην αποκαλούμενη «μετα-βιομηχανική κοινωνία» (Bell 1973).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αναθεώρηση της ιστορίας και οι νέοι χειρισμοί της μνήμης επαναδιαπραγματεύονται ζητήματα ταυτότητας-ετερότητας, ορίων και γεωγραφικών συνόρων, αυτό-προσδιορισμού του υποκειμένου και χαρακτήρα και κατάταξης μιας κοινωνικής ομάδας. Ειδικότερα η «εθνική ταυτότητα», ως το σύνολο των χαρακτηριστικών του ιστορικο-κοινωνικού βίου που η κυρίαρχη τάξη εμφανίζει ενιαία στα πλαίσια του εθνικού κράτους, προσλαμβάνει πολύπλευρες ανα-σημασιοδοτήσεις. Το «τέλος των εθνών-κρατών» και η αντικατάσταση των «εχθρών» του παραδοσιακού εδαφικού εθνικισμού από την πρόκληση «ρίσκων» (Γκίντενς 1999) διαμορφώνουν, σύμφωνα με μια άποψη, το κατάλληλο υπόβαθρο για την αντικατάσταση της εθνικής ταυτότητας από τοπικές πολιτιστικές ταυτότητες.
Ο «επίσημος εθνικισμός», φορέας του οποίου είναι το κράτος και η κυρίαρχη τάξη, ενσωματώνει στην εθνική φαντασίωση σύμβολα, συμβολικές πράξεις και τελετουργίες, ως βασική του στρατηγική για την ενοποίηση των διαφορετικών φαντασιακών στοιχείων. Στόχος είναι η κατασκευή μιας ενιαίας συλλογικής μνήμης, καθώς και η σύνδεση του κράτους με ένα εθνικό «συμβολικό πεδίο».
Η μεταπολεμική ιδέα του έθνους, σύμφωνα με τους εκπροσώπους του επίσημου εθνικισμού, πρέπει να τροφοδοτείται διαρκώς με τη συμβολική ταύτιση με μια «φαντασιακή κοινότητα», μέσω της συλλογικής μνήμης και της κατασκευής κοσμογονικών μύθων, ηρωικών αφηγήσεων και συμβολικών «εθνικών τόπων» (Gordon, Osborne: 2004). Σε αυτόν τον άξονα, η επίσημη πολιτική μνήμης υλοποιείται μέσω της κατασκευής εθνικών μνημείων, των οποίων η σημειολογία και ονοματολογία αποσκοπούν στην αναπαράσταση της δημόσιας «συμφωνίας» σχετικά με την εθνική ιστορία. Η ανέγερση εθνικών μνημείων συνοδεύεται από προγράμματα ενοποίησης δημόσιων χώρων και κτιρίων, πάρκων και λεωφόρων, με στόχο την καθιέρωση ενός «εθνικού στυλ», στοιχείου ενοποιητικού μιας κοινής εθνικής συνείδησης. Η σχέση των εθνικών μνημείων με άλλα μνημεία δεν είναι μόνο χωροταξική, αλλά και συμβολική-αναφορική, μέσα από την κατασκευή μύθων «μνημείων - προγόνων» ή μνημείων που έχουν κοινό σημασιολογικό περιεχόμενο ή έχουν συσχετιστεί με κοινά ιστορικά γεγονότα. Έτσι, το εθνικό μνημείο ενσωματώνεται στην πατριωτική ρητορική, διασφαλίζεται ο θεσμικός του χαρακτήρας ως εθνικού ιστορικού τόπου και, μέσω των τελετουργιών και εορτών, επενδύεται σταθερά η συμβολική και ιεροτελεστική του διάσταση. Στην κατεύθυνση αυτή, συμβάλλουν πολλαπλά τα εγκαίνια και οι εθνικοί εορτασμοί που διοργανώνονται στους χώρους των μνημείων και τα οποία συντηρούν την αίσθηση της εθνικής ταυτότητας. Τέτοιες συμβατικές μνημονικές τεχνικές στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην αναπαράσταση μέσω της συνήθειας και του κοινωνικού αυτοματισμού.

ενδεικτική βιβλιογραφία:

Bell, D. (1973) The coming of post-industrial society: a venture in social forecasting, New York: Basic Books
Γκίντενς Α. (1999) Ο κόσμος των ραγδαίων αλλαγών. Πώς επιδρά η παγκοσμιοποίηση στη ζωή μας, Γεώρμας Δ. Κ. (μετ.), Αθήνα: Μεταίχμιο
Gordon, D.L.A. and Osborne B. (2004) «Constructing national identity in Canada’s capital, 1900-2000: Confederation Square and the National War Memorial», Journal of Historical Geography, Volume 30, Issue 4, October 2004, 618-642

Έλενα Μαμουλάκη

Χωρικά και χρονικά η περιοχή μελέτης τοποθετείται στην Ικαρία την περίοδο του εμφυλίου. Χιλιάδες εξόριστοι στέλνονται στο νησί για να εκτίσουν την ποινή «κατ' οίκον περιορισμός». Πηγές αναφέρουν ότι σε κάποιες περιόδους ο πληθυσμός (υπερ)διπλασιάστηκε από 12.000 έφτασε μέχρι και τις 30.000 με την έλευση των εξόριστων. Στο νησί δεν υπάρχουν στρατόπεδα και φυλακές οπότε οι εξόριστοι μένουν κατά κανόνα στα σπίτια των ντόπιων και σε όποια άλλα καταλύματα είναι διαθέσιμα. Η υποχρεωτική αυτή συμβίωση επιφέρει σημειακές αλλαγές στο εσωτερικό των σπιτιών και στο δημόσιο χώρο. Την ίδια στιγμή, ο αριθμός των χωροφυλάκων που στάλθηκαν απ' όλη την Ελλάδα για να επιτηρούν την κατάσταση είναι ανάλογος. Για μικρό διάστημα στην αρχή τα μέτρα επιτήρησης και ελέγχου δεν είναι πολύ αυστηρά, η εμπλοκή και η επικοινωνία εξόριστων και ντόπιων είναι δυνατή και γόνιμη, αλλά σταδιακά επιχειρείται ο απόλυτος έλεγχος και ο αποκλεισμός της μεταξύ τους επικοινωνίας. Έτσι παρατηρείται το φαινόμενο της μετατροπής ενός νησιού σε φυλακή και των ίδιων των σπιτιών σε κελιά.
Η περίοδος αυτή σφράγισε τη σύγχρονη ιστορία του νησιού ενώ οι διηγήσεις από γενιά σε γενιά αποτελούν στοιχείο συγκρότησης της ταυτότητας των κατοίκων. Η μνήμη υπάρχει αν και κανένα υλικό αποτύπωμα δεν αποτελεί πυκνωτή της (όπως θα ήταν π.χ. μια φυλακή ή ένα στρατόπεδο σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις). Σχεδόν κάθε σπίτι φιλοξένησε έναν τουλάχιστον εξόριστο. Η διασπορά της ιστορικής και συλλογικής μνήμης είναι τέτοια που φτάνει στα εσωτερικά των σπιτιών. Δεν υπάρχουν μοναδικά και αποκομμένα από την καθημερινή ζωή σημάδια της μνήμης στο δημόσιο χώρο. Θραύσματα υλικά αλλά κυρίως άϋλα, βρίσκονται διασκορπισμένα στους οικισμούς, επηρεάζοντας τη ζωή και τη μνήμη των κατοίκων τους.
Κεντρικό ερώτημα είναι το πώς συγκροτείται αυτή η μνήμη. Τι σημαίνει για κάθε μία από τις γενιές που ζουν στο νησί η ανάμνηση αυτής της περιόδου «αναγκαστικής συμβίωσης»; (για αυτούς που τα έζησαν ως ενήλικοι, ως παιδιά αλλά και γι αυτούς που αναπλάθουν τα γεγονότα μόνο μέσα από τις διηγήσεις).
Ποια ήταν η σχέση του εξόριστου ως φιλοξενούμενου και εισβολέα στο σπίτι του ντόπιου ως υποδοχέα αλλά και (δυνάμει) δεσμώτη; [στην περίπτωση που συνεργαζόταν με τους χωροφύλακες, δίνοντάς τους πληροφορίες]. Πώς άλλαξαν οι συσχετισμοί στην κατοίκηση των σπιτιών αλλά και των χωριών; Πού και πώς εξελισσόταν η ιδιωτική και η συλλογική ζωή καθώς εντείνονταν τα μέτρα επιτήρησης; Πώς αντιλαμβάνονταν την έννοια «σπίτι» οι μεν και οι δε, στην περίοδο της υποχρεωτικής εκείνης συμβίωσης;
Για την προσέγγιση των παραπάνω ζητημάτων θα χρησιμοποιηθούν μέθοδοι και εργαλεία από την ανθρωπολογία, την ιστορία, τη θεωρία του χώρου και της μνήμης. Επιτόπια έρευνα, συνεντεύξεις, έρευνα για τις   μαρτυρίες και τις ιστορικές μελέτες θα πραγματοποιηθούν με στόχο την κάλυψη του ιστορικού και ανθρωπολογικού τμήματος της έρευνας.

Χωρική ταυτότητα και μεταναστευτική εμπειρία στη σύγχρονη πόλη: η κοινότητα των Μπανγκλαντεσιανών στην Αθήνα, Χριστίνα Μαραθού

Η έρευνα συνδυάζει την μελέτη και αξιολόγηση βιβλιογραφίας και οπτικού υλικού με την συμμετοχική παρατήρηση στην περιοχή όπου «εντοπίζεται» χωρικά η κοινότητα των μεταναστών από το Μπαγκλαντές (ένα τμήμα του Ψυρρή, μεταξύ των οδών Αθηνάς και Πειραιώς).
Ο πυρήνας των ερωτημάτων μου εστιάζει στον τρόπο που η συγκεκριμένη μεταναστευτική ομάδα δημιουργεί το δικό της ζωτικό χώρο στον αστικό ιστό: τους μηχανισμούς οικειοποίησης του οικιστικού περιβάλλοντος, τον τρόπο που δρα και κινείται μέσα σε αυτό, τη μεταφορά και την αναπαράσταση οικείων προτύπων «χωρικής» συμπεριφοράς σε ζητήματα γειτνίασης, μετακινήσεων, αντίληψης της πόλης, τον τρόπο που διαχειρίζονται τον δημόσιο και ιδιωτικό χώρο, την επιλογή των τόπων κατοίκησης και επιτέλεσης κοινωνικών και θρησκευτικών πρακτικών.
Από την πλευρά της κοινωνίας υποδοχής εξετάζω τις σχέσεις με τις άλλες εθνοπολιτισμικές ομάδες (Έλληνες και μετανάστες) που συναντιούνται στην ίδια περιοχή. Επίσης, μελετάω τις οικονομικές, κοινωνικές και χωρικές συνθήκες που οδήγησαν τους μετανάστες στην επιλογή του συγκεκριμένου τόπου για την «στέγαση» της κοινότητά τους καθώς και την «εξέλιξη» της κοινότητας στο χώρο και το χρόνο.
Η μέθοδος μου στηρίζεται κυρίως στην ποιοτική έρευνα, συγχρόνως δε, υπάρχει μέριμνα πιστοποίησης κάποιων ποσοτικών δεδομένων. Μία από τις πιο σημαντικές πηγές άντλησης πληροφοριών είναι οι συνεντεύξεις με μετανάστες και Έλληνες που εργάζονται ή κινούνται στην περιοχή της έρευνάς μου. Η επιτόπια έρευνα γίνεται με επισκέψεις που καλύπτουν διαφορετικές ημέρες και ώρες της εβδομάδας- στους εμπορικούς πυρήνες, στους χώρους ψυχαγωγίας και αναψυχής, καθώς και τις κατοικίες των μεταναστών.

ενδεικτική βιβλιογραφία:

Anderson, B., 1997, Φαντασιακές κοινότητες. Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού. Αθήνα, Νεφέλη.

Appadurai A., «Global Ethnoscapes: Notes and Queries for a Transnational Anthropology», στο: Recapturing Anthropology: Working in the Present, επιμ. R.Fox, Νέο Μεξικό: School of American Research Press, Santa Fe, 1991.

Bourdieu P., Outline of a Theory of Practice, Cambridge: Cambridge University Press, 1997.

Βαΐου, Ν., Χατζημιχάλης Κ., 1997, Με τη ραπτομηχανή στην κουζίνα και τους Πολωνούς στους αγρούς- ΠΟΛΕΙΣ, ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ ΚΑΙ ΑΤΥΠΗ ΕΡΓΑΣΙΑ, Αθήνα, Εξάντας

Cohen A.P., The Symbolic Construction of the Community, Λονδίνο: Tavistock Publications, 1985.

Halbawachs M., The collective memory, Νέα Υόρκη: New York, second edition, 1980.

Καυταντζόγλου, Ρ., 2001, Στη σκιά του Ιερού βράχου. Τόπος και μνήμη στα Αναφιώτικα, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

Μαρβάνης Θ., Παρσανόγλου Δ., Παύλου Μ., 2001, Μετανάστες στην Ελλάδα, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα

Μουσούρου, Λ.Μ., 1991, Μετανάστευση και Μεταναστευτική πολιτική στην Ελλάδα και την Ευρώπη, Αθήνα, Gutenberg.

Νικολαΐδου Σ., Η κοινωνική οργάνωση του αστικού χώρου, Αθήνα: Παπαζήση, 1993.

Lazaridis, G., 1999, Undocumented Migrants in Greece, Department of Economics-University of Athens, Athens

Lefebvre A., 1977, Το δικαίωμα στην πόλη, Παπαζήση, Αθήνα

Lefebvre H., 1994, The Production of Space, Blacwell Publishers.

Massey, D., 1995, Imagining the World, στο Allen, J.,-Massey, D., (eds), Geographical Worlds, Oxford, Oxford University Press and The Open University.

Πετρινιώτη Ξ., 1993, Η μετανάστευση προς την Ελλάδα, Αθήνα, Οδυσσέας.

Σταυρίδης Σ., 2002, Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, Ελληνικά Γράμματα

Σταυρίδης Σ., 2002, Κατοίκηση και ετερότητα: Πρόσφυγες και μετανάστες στην πόλη, στο Απόλυτος Ρεαλισμός, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα

Van Gennep Ar., Les rites de passage, Παρίσι: Picard, 1991, (πρώτη έκδοση 1909).

Τα παιχνίδια αστικής προσομοίωσης ως εργαλείο στον αστικό σχεδιασμό, Βίλυ Κακλιδάκη

Οι τρεις ετερόκλητες κατευθύνσεις που αποτελούν τον κορμό του αντικειμένου έρχονται να συναντηθούν σε ένα πεδίο που περιλαμβάνει την δημιουργική ή και εκπαιδευτική ενασχόληση με την μελέτη της αστικής λειτουργίας μέσα σε ένα προσομοιωμένο περιβάλλον με ή χωρίς ανθρώπινη διαντίδραση, με ή χωρίς την χρήση ψηφιακών μέσων. Τα παιχνίδια αστικής προσομοίωσης διακρίνονται στα μοντέλα αστικής προσομοίωσης και τα παιχνίδια ρόλων.

Προσομοίωση είναι η απομόνωση της πληροφορίας από την ύλη και η μεταφορά της σε άλλο μέσο. Ο Πλάτωνας ήδη, συζητά την διάκριση της φθαρτής και μεταβλητής ύλης από την περιοχή των σταθερών και μόνιμων ιδεών. Υποστηρίζει ότι οι ιδέες είναι αυτές που υπάρχουν πραγματικά ενώ τα αντιληπτά μέσω των αισθήσεων μας αντικείμενα, είναι αντίγραφα τους. Ο Αριστοτέλης διακρίνει τα συμβεβηκότα από την ουσία. Ο Καρτέσιος, το σώμα από την ψυχή.

Σημεία στη μυθολογία της μετάγγισης ζωής σε άψυχη ύλη [έμψυχα αγάλματα της ελληνικής αρχαιότητας, Γκόλεμ, Φράνκεσταιν]. Μαθηματικά, ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα αυτόματα είναι οι πρώτες προσπάθειες δημιουργίας τεχνητής ζωής, πρόγονοι των ψηφιακών κατοικίδιων, των ιών, των δικτυακών πρακτόρων, των αυτόνομων αστικών μοντέλων προσομοίωσης.

Ο Christopher Langton, πατέρας της τεχνητής ζωής, ορίζει την ζώσα συμπεριφορά σαν ένα σύνολο από συγκεκριμένες ενέργειες. Η πόλη αν και δεν είναι φτιαγμένη από σάρκα και αίμα διατηρεί τα χαρακτηριστικά της ζωής. Αποτελούμενη από ανόργανα υλικά και φιλοξενούμενους οργανισμούς μεταλλάσσεται σε μία οντότητα που μάχεται για την ύπαρξη και την επιβίωση της.

Τα παιχνίδια αστικής προσομοίωσης έχουν τις ρίζες τους στα παιχνίδια πολεμικής προσομοίωσης. Αυτά δημιουργήθηκαν σαν εργαλεία δοκιμής και ελέγχου διαφόρων στρατηγικών, σαν εργαλεία πρόβλεψης της έκβασης της μάχης και σαν πεδία εκπαίδευσης και εξάσκησης των στρατιωτών [Wei Hai του Sun Tzu, αρχαιοελληνικές και ρωμαϊκές πολεμικές προσομοιώσεις, Ghaturanga, Kriegsspiel, Σκάκι] και χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα.

Κατά τις δεκαετίες του 60 και 70 με την εξέλιξη των υπολογιστών και την απογείωση των κοινωνικών επιστημών, η πόλη συλλαμβάνεται σαν ένα σύμπλοκο σύστημα από συνυφαίνοντα δίκτυα, και επιχειρείται η ερμηνεία του μέσω των θεωριών του χάους, των καταστροφών, συστημικών θεωριών.

Δημιουργούνται παιχνίδια αστικών προσομοιώσεων τα οποία χρησιμοποιούνται στα πανεπιστήμια των Η.Π.Α. [Ghetto, Planning Operational Gaming Experiment, Cornell Land Use Game, Land Use Gaming Simulation, Newton, Urban Dynamics, Metropolis, Metro-Apex, CityI, CityModel, Region I & II] και του Ηνωμένου Βασίλειου, και σε συμμετοχικά projects αστικών αναπλάσεων.

Συγκεντρώνουν ένα πλήθος πλεονεκτημάτων σαν εκπαιδευτικά εργαλεία: Είναι διαδραστικά και εμπλέκουν τον χρήστη, διεγείρουν το σύνολο των αισθήσεων, έχουν ελαστική δομή [εξατομίκευση διδασκαλίας], συμπυκνώνουν μεγάλο όγκο πληροφορίας.