Νίκη Σορβανή

Το θέμα που θα ερευνήσω και θα αναλύσω στη διδακτορική διατριβή είναι τα standards, που αποτελούν τη βάση για την αρχιτεκτονική σύλληψη και το σχεδιασμό. Συγκεκριμένα, θα εστιάσω στα εξιδανικευμένα σχεδιαστικά σωματικά πρότυπα, τους λεγόμενους “τυπικούς-μέσους χρήστες” με τους προκαθορισμένους και συγκεκριμένους ρόλους, τους “τυπικούς-πρότυπους χώρους” με την ιδανική διαρρύθμιση και διαστάσεις.
Μετά τη βιομηχανική επανάσταση, κατέστη πλέον σαφές ότι ο σχεδιασμός, και η μελέτη που προϋποθέτει, δε μπορεί να βασίζεται στα ιδιαίτερα μέτρα και απαιτήσεις του κάθε χρήστη. Έτσι, τυποποιήθηκε για να καλύπτει, με μεγάλες παρτίδες παραγωγής, ομάδες χρηστών. Προσδιορίστηκε η “ελάχιστη ύπαρξη”, ο “τυπικός χρήστης”, ο “μέσος άνθρωπος”, δηλαδή το σώμα που επιτελεί συγκεκριμένες δράσεις, ρόλους, κινήσεις, έχοντας επίσης συγκεκριμένες μορφές, σχήματα, και διαστάσεις. Με τον υπολογισμό του “ελάχιστου” (“ελάχιστος απαιτούμενος χώρος”, “ελάχιστες διαστάσεις”, κτλ.), θεωρήθηκε πως μπορούσαν πλέον να προβλεφθούν όλες οι ανθρώπινες κινήσεις και δραστηριότητες, και κάθε χωρική απαίτηση· καθώς καθορίζοντας το ελάχιστο, τέθηκε το κατώτατο όριο, στα πλαίσια του οποίου θεωρητικά οποιοδήποτε σώμα απλά “μπορούσε να χωρέσει”.
Ο εμπνευστής και συγγραφέας του βιβλίου Neufert, ο Ernst Neufert, υποστήριζε πως το συγκεκριμένο εγχειρίδιο είναι προϊόν μετρήσεων, εμπειριών και συμπερασμάτων πρακτικής έρευνας γύρω από τον άνθρωπο. Σε μία εποχή που αποζητούσε ένα πρότυπο μέσο σώμα για να διευκολυνθεί η μαζική βιομηχανική παραγωγή, ο Neufert όρισε το “μέσο άνθρωπο”, ως άνδρα, λευκό, αρτιμελή, αστό, με συγκεκριμένες διαστάσεις, σωματότυπο, και προκαθορισμένες κινητικές δυνατότητες και ρόλους.
Παράλληλα, η προσωπική φιλοδοξία και το όραμα του Le Corbusier για μία οικουμενική βιομηχανική παραγωγή, η οποία θα στηρίζεται σε έναν κοινό παγκόσμιο μετρικό κώδικα, αρμονικό στην ανθρώπινη κλίμακα, τον ώθησε στο αρκετά ψηλό για την εποχή του Modulor (1,82m)· για το οποίο, μάλιστα, υποστήριζε πώς είναι καλύτερα ένα μέγεθος να είναι μεγαλύτερο, παρά μικρότερο από το κανονικό, ώστε να χρησιμοποιείται από όλους. Στους Neufert αντίστοιχα υιοθετήθηκε ως ιδανικό μέσο ανθρώπινο σώμα το ανδρικό, ύψους 1,85m.
Με την πάροδο των δεκαετιών η εργονομία έχει εδραιωθεί ως αδιαμφισβήτητη και υποδειγματική. Από βοήθημα για την παραγωγή, κατέληξε σε δεσμευτική συνθήκη για τον ίδιο τον άνθρωπο, αφού ενώ ξεκινά με ανθρωποκεντρική θεώρηση και σκοπό, εν τέλει αγνοεί επί της ουσίας το ανθρώπινο σώμα.
Ωστόσο, το ζήτημα δεν είναι απλά ότι ο “άνθρωπος” του κάθε εργονομικού σκαριφήματος έχει παντού μία μοναδιαία διάσταση, αλλά και ότι σε κάποιους χώρους και δράσεις χρησιμοποιείται συγκεκριμένα ανδρικό σώμα (π.χ. καθιστικό, εργασία σε δημόσιο χώρο), και σε ορισμένους άλλους γυναικείο (π.χ. κουζίνα, διεκπεραίωση οικιακών εργασιών). Επομένως, η έρευνα θα επεκταθεί πέρα από τα ανθρωπομετρικά μεγέθη, και σε μία πολιτισμική επεξεργασία και ανάλυση των “τυπικών σωμάτων”, ως προς την εμφάνιση, την απεικονιστική απόδοση των έμφυλων χαρακτηριστικών, των έμφυλων ρόλων και προτύπων.
Μία πρώτη προσέγγιση του θέματος έχει ήδη γίνει στη διπλωματική μου εργασία στο Δ.Π.Μ.Σ. Σχεδιασμός-Χώρος-Πολιτισμός του ΕΜΠ, η οποία έφερε τον τίτλο “Μήπως πρέπει να κάψουμε το Neufert”.

Tο μπαλκόνι ως αρχιτεκτονικός χώρος έκφρασης και συνδιαλλαγής του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου μέσα από την νεοελληνική ποίηση, Ναρίνα Σουβατζίδου

Η παρακάτω πρόταση για την εκπόνηση Διδακτορικής Διατριβής με τίτλο "Tο μπαλκόνι ως αρχιτεκτονικός χώρος έκφρασης και συνδιαλλαγής του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου μέσα από την νεοελληνική ποίηση" αποτελεί εξέλιξη της Μεταπτυχιακής εργασίας με τίτλο «Το μπαλκόνι – Συμβολισμός και νοηματοδότησή του μέσα από λογοτεχνικές αφορμές» που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του μαθήματος ``Αντίληψη, αναπαράσταση και νοηματοδότηση του χώρου`` με υπεύθυνους διδάσκοντες τον κο. Σταύρο Σταυρίδη και Σάββα Κονταράτο. Η εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών «Αρχιτεκτονική – Σχεδιασμός του Χώρου» τον Οκτώβρη του 2004.

Το μπαλκόνι είναι ένας μεταβατικός χώρος και μεσολαβεί μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου. Εμπεριέχει ίσως την έννοια του κατωφλιού i αλλά δεν μπορεί να οριστεί μόνο ως τέτοιο. Είναι σίγουρα ένας χώρος που διαπραγματεύεται πολλές αντιτιθέμενες (κάποιες φορές) έννοιες και ισορροπεί μεταξύ διαφόρων στοιχείων. Ανάμεσα στο μέσα και στο έξω, στο επάνω και στο κάτω, στο ιδιωτικό και στο δημόσιο, στην θέα και στο θέαμα, στο ανοιχτό και στο κλειστό. Τι μπορεί να συμβολίζει και να οριοθετεί; Και τελικά τι μπορεί να στεγάζει;

`` Το σπίτι
κοιτάζει τον δημόσιο δρόμο
και τη θάλασσα
με λογική τεσσάρων παραθύρων,
χαμογελώντας στερεότυπα
μ’ ένα πλατύ πορτοκαλί
μπαλκόνι.`` ii

Μέσα σε αυτούς τους στίχους της Κικής Δημουλά, το μπαλκόνι παρομοιάζεται με ένα χαμόγελο. Ένας παραλληλισμός που σίγουρα αντανακλά μία μορφολογική, κατ’ αρχήν, αντιστοιχία που δημιουργείται στο μυαλό αυθόρμητα. Χαρακτηριστική είναι η απεικόνιση της πρόσοψης ενός σπιτιού κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μοιάζει με πρόσωπο, και σε αυτήν την μεταφορά το μπαλκόνι παραλληλίζεται με το ανθρώπινο στόμα. Το μπαλκόνι είναι το άνοιγμα προς τα έξω. Εκφέρει λοιπόν λόγο, αντιστοιχεί σε έναν τόπο όπου εξωτερικεύεται ένα κομμάτι της εσώτερης αλήθειας και δράσης του σπιτιού. Το μπαλκόνι είναι ένας χώρος κοινοποίησης, κι αυτό γιατί γνωρίζει κανείς εκ των προτέρων πως βγαίνοντας προσφέρει τον εαυτό του στην δημόσια ματιά.
Εάν ο τόπος είναι ένας χώρος από συμβάντα τότε η αρχιτεκτονική ορθώνει τον χώρο αυτόν και η ποίηση τον περιγράφει και τον εμπλουτίζει με τα δικά της συμβάντα. Μέσα από τα γραπτά κείμενα οι αρχιτεκτονικοί χώροι αποκτούν την παραμυθία που τους συνοδεύει, (συν) αισθηματοποιούνται και μέσα από την ευαισθησία των ποιητών στην προσέγγισή τους διαγράφονται οι πολλαπλές αναγνώσεις τους και εντείνεται η σημασία τους.
Έχει ενδιαφέρον ότι η ποίηση καταγράφει διαφορετικές εκδοχές του τρόπου με τον οποίο βιώνει κανείς αυτό που ο αρχιτέκτονας σχεδιάζει με τρείς και μόνον απλές γραμμές : τον εξώστη, και είναι σημαντικό ο αρχιτέκτονας να αντλεί πληροφορίες σχετικά με τους χώρους που σχεδιάζει από άλλα πεδία. Αναρωτιέται κανείς πόσο πιο ευφάνταστος και γόνιμος θα ήταν o σχεδιασμός εάν συνοδεύει τον αρχιτέκτονα τις στιγμές της σύνθεσης μια παραμυθία για τον κάθε αρχιτεκτονικό χώρο.
Μέσα από τις ποιητικές αναφορές το μπαλκόνι αποκτά διαφορετικές εσωτερικές ατμόσφαιρες και πρόσθετες διαστάσεις, αυτές ενός `λεκτικοποιημένου χώρου`.
Πιο αναλυτικά, ένας από τους στόχους είναι να ερευνηθεί τι είδους πληροφορίες μπορεί να δώσει αυτός ο λεκτικοποιημένος πια μέσα από τον λόγο χώρος, και πως μπορεί η ποίηση να συμβάλει στην παραγωγή νέας γνώσης ή οπτικής πάνω στον αρχιτεκτονικό χώρο .

Σημαντικό κομμάτι της εργασίας θα είναι επίσης να αναδειχθεί η πολυπλοκότητα αυτού του χώρου και η σημασία του στην πρακτική της νεοελληνικής κατοίκησης.
Αφορμή για την έρευνα στάθηκε επίσης η διαπίστωση ότι ο χώρος του μπαλκονιού
είναι σήμερα ένας παραμελημένος χώρος που χρησιμοποιείται κυρίως σαν αποθηκευτικός και η ύπαρξή του τις περισσότερες φορές είναι σχηματική.
Σκοπός της εργασίας θα είναι επίσης να αναδείξει και να θέσει ορισμένες προβληματικές σχετικά με την σημερινή υπόσταση αυτού του χώρου και πως μπορεί πιθανώς να εμπλουτιστεί και να νοηματοδοτηθεί εκ νέου.



i `` Ίσως πρέπει να ονομάσουμε τούτες τις ενδιάμεσες επικράτειες με ένα όνομα που τους ταιριάζει: κατώφλι. Δεν είναι τα κατώφλια εκείνοι οι τόποι οι ενδιάμεσοι που η διάβασή τους σημαδεύει αλλαγές σε εκείνους που τα διαβαίνουν;… Στο κατώφλι η μετάβαση ανάμεσα σε ένα πριν και ένα μετά, ανάμεσα σε ένα εδώ και ένα εκεί, ανάμεσα σε έναν τόπο και σε έναν άλλον εκφράζεται με μα κίνηση. Η κίνηση η ίδια, η ζυμωμένη με τον χρόνο κίνηση, είναι που παράγει το κατώφλι. Πρέπει λοιπόν να μιλήσουμε για τα κατώφλια όχι σαν διαμορφώσεις χώρου αλλά σαν εμπειρίες, σαν σχέσεις με κάποιους χώρους.`` Σ. Σταυρίδης, Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα (Αθήνα, 2002), σελ.285-286

ii ``Βιογραφικός Πίνακας`` στο: Κ. Δημουλά, Ποιήματα, Εκδόσεις Ίκαρος (Αθήνα, 1998), σελ.87

Η σχέση αφήγησης και τελετουργίας στη νοηματοδότηση της κατοίκησης, Μυρτώ Βορεάκου

Η σύνθεση των χώρων γεννιέται από μία απόπειρα ‘γραφής’ μιας ‘χωρικής ιστορίας’ – μιας ιδιότυπης ‘χωρικής αφήγησης’ – που στοχεύει να οργανώσει την κατοίκηση σε πρακτικό και συμβολικό επίπεδο. Αντίστροφα, αυτός που βιώνει τον χώρο, εντάσσει τις υλικές κατασκευές στη δική του προσωπική αφήγηση, ώστε να τις οικειοποιηθεί, να τους αποδώσει νόημα και να τοποθετήσει τον εαυτό του στην πραγματικότητα που συγκροτούν. Οπότε η συγκρότηση της αφήγησης, ως μια προσπάθεια απόδοσης νοήματος στα πράγματα μέσω του σημαίνοντος συσχετισμού τους, αποτελεί μία σημαντική πρακτική κατοίκησης, αλλά και εργαλείο σύνθεσης και οργάνωσης του ‘προς κατοίκηση’ αντικειμένου. Οι χώροι γεννούν αφηγήσεις και ενσωματώνουν άλλες, και η συγκρότηση και κατοίκησή τους δεν αποκτά το πλήρες νόημά της αν δεν αναμετρηθεί με αυτές τις ‘χωρικές ιστορίες’.
Σε πρώτη φάση η έρευνα βασίζεται στη διπλωματική εργασία του ΜΔΕ Σχεδιασμός – Χώρος – Πολιτισμός με τίτλο «Το κείμενο και η Κατοίκηση. Αναλογία, Προβολή και Ταύτιση».

Το μοντέλο που προτείνεται συγκροτείται από τρία επιμέρους σχήματα – τρεις συνθήκες – προσέγγισης της σχέσης αφήγησης και κατοίκησης: το σχήμα της αναλογίας, το σχήμα της προβολής και το σχήμα της ταύτισης.
Στο αναλογικό σχήμα, η αφήγηση και η κατοίκηση αντιμετωπίζονται ως δύο διακριτές οντότητες που βρίσκονται σε ικανή απόσταση, ώστε να είναι εφικτή η μεταξύ τους αντιστοιχία και σύγκριση. Στην περίπτωση του σχήματος της προβολής, η κατοίκηση προβάλλεται στην αφήγηση και οι σχέσεις που τη συγκροτούν επικαιροποιούνται μέσα στο σώμα του κειμένου, επιτελώντας μία σχέση μεγαλύτερης εγγύτητας.
Η ταύτιση στοχεύει το θέμα από ένα εναλλακτικό σημείο οράσεως. Ο πολιτισμός των Ιθαγενών της αυστραλιανής ηπείρου – των Aboriginal – αποτελεί το υπόβαθρο αυτής της διερεύνησης και η ιδιαίτερη σχέση τους με τον τόπο και τις αφηγήσεις, το πεδίο διατύπωσης της ταύτισης, ως συνθήκης συνάντησης των δύο συστημάτων – του χώρου με το κείμενο. Η σχέση αφήγησης και κατοίκησης όπως συγκροτείται στο σύμπαν των Aboriginal καταλύει την απόσταση και την αλληλουχία: ο μύθος και ο τόπος τελούνται ταυτόχρονα, παράγοντας την αφήγηση και την κατοίκηση, σε συνθήκη συγχρονίας. Ο μηχανισμός ενεργοποίησης του τόπου και του κειμένου είναι ταυτόχρονος και κοινός: ο τόπος δεν μπορεί να κατοικηθεί αν δεν αφηγηθεί. Η τελετουργία [ritual] είναι εκείνη που προσφέρει το έδαφος γι’ αυτή την ταυτόχρονη επιτέλεση και γι’ αυτό κρίνεται καθοριστική για την έρευνα.

Η διατριβή βρίσκεται σε πολύ αρχικό στάδιο ακόμα. Ο πρώτος στόχος που έχω θέσει για να προχωρήσω, είναι να διερευνήσω την τελετουργία, ώστε να αποπειραθώ στη συνέχεια να εντοπίσω κάποιον αντίστοιχο μηχανισμό στις ‘’δυτικότροπες’’ συνδέσεις αφήγησης και κατοίκησης.

ενδεικτική βιβλιογραφία:

Agamben, G. 2003. Χρόνος και Ιστορία: Κριτική του Στιγμιαίου και του Συνεχούς (μτφ. Δημήτρης Αρμάος), Ίνδικτος, Αθήνα.
Bachelard, G. 1982. Η ποιητική του χρόνου (μτφ. Ελένη Βέλτσου – Ιωάννα Χατζηνικολή), Χατζηνικολή, Αθήνα.
Blanchot, Μ. 1970. Ο χώρος της λογοτεχνίας (μτφ. Δημήτρης Δημητριάδης), Εξάντας – Νήματα, Αθήνα.
Certeau, M. de 1986. Heterologies. Discourse on the Other (μτφ. Brian Massumi), Minnesota, Minneapolis.
Certeau, M. de 1988. The practice of everyday life, University of Califorinia, Berkeley.
Certeau, M. de 2005. L’ invention du quotidien.1. Arts de faire, Gallimard, Paris.
Mauss, M. 1985. Sociologie et anthropologie, Quadrige, Paris.
Mauss, M. & Hubert, H. 2003. Σχεδίασμα μιας γενικής θεωρίας για τη μαγεία (μτφ. Θ. Παραδέλλης), Εικοστού Πρώτου, Αθήνα.
McCulloch, S. 1999. Contemporary Aboriginal Art: A guide to the rebirth of an ancient culture, Allen & Unwin, Crows Nest.
Muecke, St. & Shoemarker, A. 2004. Aboriginal Australians: First Nations of an Ancient Continent, Thames & Hundson, London.
Reed, A.W. 1987. Aboriginal myths. Tales of the Dreamtime, Hong Kong, Reed.
Ricoeur, P. 1990γ. Η αφηγηματική λειτουργία (μτφ. Βαγγέλης Αθανασόπουλος), Καρδαμίτσα, Αθήνα.
Ricoeur, P. 1998. Η ζωντανή μεταφορά (μτφ. Κωστής Παπαγιώργης), Κριτική, Αθήνα.
Καλογερόπουλος, Κ. 1999. Η σοφία του ονειροχρόνου: Μύθοι και θρύλοι των ιθαγενών της Αυστραλίας, Ιάμβλιχος, Αθήνα.
Καυταντζόγλου, Ι. 1995. Ο κύκλος και η γραμμή. Όψεις του κοινωνικού χρόνου, Εξάντας, Αθήνα.
Σταυρίδης, Στ. 2002. Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
Τσάτουιν, Μπρ. 1990. Τα μονοπάτια των τραγουδιών, (μτφ. Σοφία Φιλέρη), Χατζηνικολή, Αθήνα.
Bourdieu, P. 1984. Questions de sociologie, Minuit, Paris.
Bourdieu, P. c2000. Πρακτικοί λόγοι : για τη θεωρία της δράσης , Πλέθρον , Αθήνα
Bourdieu, P. 1979. La distinction : critique sociale du jugement, Editions de Minuit, Paris.
Sennett, R. 1976. The fall of Public Man, Faber and Faber, London.

Άτυπη αστικοποίηση στις πόλεις της Μεσογείου: ο ρόλος των κοινωνικών κινημάτων για την πόλη, Σιατίτσα Δήμητρα

Μια παράλληλη αφήγηση περιπτώσεων άτυπης αστικοποίησης σε πόλεις της Μεσογείου όπου οι διαδικασίες παραγωγής του χώρου αλλά και ο χώρος ο ίδιος θα διερευνηθούν με "εργαλείο" τα κοινωνικά κινήματα πόλης και πιο συγκεκριμένα κινήματα που σχετίζονται με την κατοικία ή την γειτονιά.

Κεντρικά ερωτήματα της έρευνας: Ποια η σχέση του κάτοικου με τον χώρο; Ποια η αντίληψή του για τον ρόλο του κράτους, της ρύθμισης, του σχεδιασμού στην παραγωγή της πόλης; Πώς συγκροτείται η "κοινωνία των πολιτών" και ποιες οι μορφές συλλογικής δράσης; Έχοντας κατά νου τις θεωρίες κοινωνικών κινημάτων, τι είδους κινήματα αναπτύσσονται σε ένα τέτοιο πλαίσιο;

Για την μελέτη των παραπάνω ερωτημάτων θα γίνει επιλογή μελετών περίπτωσης από τρεις χώρες της Μεσογείου: την Ελλάδα, την Ισπανία και το Μαρόκο. Οι μελέτες περίπτωσης αφορούν παραδείγματα άτυπων γειτονιών (γειτονιές κατοικίας που έχουν προκύψει χωρίς "επίσημη" ρύθμιση) όπου σε κάποια δεδομένη στιγμή –τα παραδείγματα δεν είναι απαραίτητο να είναι συγχρονικά- υπήρξαν κινητοποιήσεις των κατοίκων για θέματα σχετικά με την γειτονιά τους. Με ενδιαφέρει ο δημόσιος λόγος που αναπτύχθηκε, τι υποδηλώνει για την σχέση των κατοίκων με τον χώρο της πόλης, ποια τα προτάγματα κλπ.

Ζητήματα
1) Πρέπει να αναπτυχθεί όλη η προβληματική που σχετίζεται με τις διαφορετικές όψεις του άτυπου [>> αυθαίρετου, παράνομου, μη σχεδιασμένου, μη ενταγμένου, μη ρυθμισμένου ++]. Τι εξέλιξη είχε στην κάθε περίπτωση (π.χ το άτυπο στην Ελλάδα σήμερα), σε ποιες ανάγκες απαντά (πρόσβαση στην κατοικία ή απόκτηση δεύτερης εξοχικής κατοικίας), σε ποιους απευθύνεται (το άτυπο των φτωχών και το άτυπο των πλουσίων)... Πιθανά τα παραδείγματα που θα μελετήσω να τοποθετηθούν αξιολογικά βάση μιας τέτοιας "παλέτας".

2) Η κουβέντα για τα κοινωνικά κινήματα πόλης στις πόλεις του Νότου (πελατειακά συστήματα, ο ρόλος της οικογένειας και των συγγενικών δικτύων, η ατομική επίλυση προβλημάτων, η περιστασιακή συγκρότηση συλλογικού μετώπου αλλά χωρίς διάρκεια, οι σύλλογοι γειτονιάς...). Μπούμε τελικά να μιλάμε για κοινωνικά κινήματα; ποιος ο ορισμός; Γιατί στην Ελλάδα δεν είχαμε κινήματα για την κατοικία...

3) Είναι νομιμοποιημένη η σύγκριση μεταξύ τόσο διαφορετικών κοινωνικό- ιστορικό- πολιτικών πλαισίων; Δεν μπορώ να μιλάω για σύγκριση αλλά για παράλληλη παράθεση που στόχο έχει να φωτίσει ένα θέμα από διαφορετικές θέσεις.
Αυτό που πιθανά έχει ενδιαφέρον είναι ; (α) τι μπορεί να παραχθεί από την μεταφορά ερωτημάτων από το ένα πλαίσιο στο άλλο (β) τι καινούργιο μπορεί να προκύψει όταν γίνει μεταφορά εννοιών, λέξεων κλπ που έχουν προκύψει σε ένα άλλο πλαίσιο. Αυτού του τύπου η προβληματική εμφανίζεται ιδιαίτερα σε προσεγγίσεις Βορρά/Νότου – δύσης/ "τρίτου κόσμου".

Το μοντάζ ως εργαλείο σχεδιασμού και συνθήκη χωρικής εμπειρίας, Ναταλία Μπαζαίου

Η συγκεκριμένη έρευνα, έχει ως θέμα τη διερεύνηση της έννοιας του μοντάζ, ως μεθόδου που δρα όχι μόνο σε επίπεδο εικόνων αλλά και σε επίπεδο εμπειριών, ή ακριβώς στην τομή τους. Βασική θέση της έρευνας είναι ότι το μοντάζ, μπορεί να αποτελέσει μια ολική συνθήκη εμπειρίας και ένα τόσο περιγραφικό, όσο και αναλυτικό εργαλείο παραγωγής, αναπαράστασης και αντίληψης του χώρου.

Βασική επιδίωξη της έρευνας, θα είναι η εξέταση του πως η διερεύνηση των δομικών συνθηκών του μοντάζ μπορεί να συνεισφέρει ή να καθοδηγήσει τη σχέση με το χώρο και το πώς η συνένωση κατά κανόνα ετερογενών θραυσμάτων σε μια ολότητα και σε συγκεκριμένη χρονική διάρκεια, παράγει τη συναισθηματική απόκριση του χρήστη. Το ενδιαφέρον έγκειται στο μοντάζ ως αλληλουχία «πλάνων», αλλά και ως στοιχείου που προκύπτει από τη σύγκρουση ή αντιπαράθεση των μεμονωμένων στοιχείων, καθώς και στην ίδια την πράξη κατασκευής του.
Για τον ορισμό του μοντάζ, υπάρχουν πολλές απόψεις, που του αποδίδουν διαφορετική σημασία και δυνατότητες. Στη συγκεκριμένη έρευνα, επιχειρείται μια διεύρυνση της έννοιας και στόχος είναι η ενασχόληση με το μοντάζ ως μέθοδο οργάνωσης διαφορετικών πλάνων, εικόνων, υλικών, ιδεών, χωρικών ποιοτήτων. Η οργάνωση αυτή, μπορεί να επιτευχθεί μέσω της αντικατάστασης, της εισαγωγής, της αντίθεσης, της αντιπαράθεσης, της επικάλυψης, της σύγκρουσης θραυσμάτων, υπό διάφορες σχέσεις αναλογιών και ρυθμού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία νοηματικών αλληλουχιών, συνεχειών ή ασυνεχειών του χώρου.
Πως σχετίζεται, λοιπόν, το μοντάζ με την αρχιτεκτονική, εκτός από την ίσως προφανή θεώρηση ότι η αρχιτεκτονική αποτελείται από υλικά και στοιχεία σε καθεστώς συναρμολόγησης, είτε μεταφορικά, είτε ως σχεδιαστική διαδικασία και κτισμένο αποτέλεσμα? Κατά ποιους τρόπους και προϋποθέσεις πραγματοποιείται η θεώρηση της αρχιτεκτονικής ως χωρικού μοντάζ? Εδώ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σχέση του μοντάζ με την αρχιτεκτονική μπορεί να θεωρηθεί ασαφής στην εξάρτησή της από τη θραυσματοποιημένη και διασπαρμένη εικόνα και του διαφορετικού συμβολισμού της ιδέας του θραύσματος σε κάθε εποχή. Παρόλα αυτά, η πρακτική του μοντάζ με πολλούς τρόπους αποτελεί ένα χώρο διαλεκτικής φαντασίας που συνενώνει την αρχιτεκτονική με άλλα πεδία, σε επίπεδο μεθόδου, μορφής και εμπειρίας, αρθρώνοντας ανόμοια στοιχεία σε μια κοινή κατασκευή. Άρθρωση που αντλεί συστατικά προερχόμενα από την τεράστια πληροφορία ετερογενών λειτουργικών προγραμμάτων, πολλαπλών επιπέδων και δυνάμεων του χώρου. Ακριβώς αυτή η δυνατότητα του μοντάζ να προβάλει τη σε διαρκή κατάσταση μεταβολής σύγχρονη εμπειρία ζωής, αποδομώντας και επαναδομώντας τα πράγματα σε νέες αφηγήσεις, παίρνοντας μεμονωμένα στοιχεία ενός υπάρχοντος πεδίου και δημιουργώντας νέες αναγνώσεις, είναι ικανή, όπως θα υποστηριχθεί, να αναπτύξει ένα νέο αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο.
Για την επίτευξη του στόχου της έρευνας, επιχειρείται η ανάλυση της έννοιας του μοντάζ, μέσα από τη μελέτη του ιστορικού εφαρμογή της και μέσα από τις ποικίλες χρήσεις και τις διαφορετικές αντιλήψεις ως προς τη σημασία της, σε όλη τη διάρκεια του 20ου και σε διάφορους τομείς, όπως είναι η λογοτεχνία, η φωτογραφία, ο κινηματογράφος, τα εικαστικά, η μουσική. Παράλληλα, θα γίνει επεξεργασία αρχιτεκτονικών κειμένων και του κτισμένου ή μη έργου αρχιτεκτόνων και ερευνητών του δομημένου περιβάλλοντος. Θα εξεταστεί το πώς επιλεγμένες κρίσιμες στρατηγικές και τρόποι αναπαράστασης που είχαν να κάνουν με τη συνθήκη του μοντάζ και του κολλάζ, υιοθετήθηκαν ως αξιωματικές συνθήκες της «αυτόνομης» αρχιτεκτονικής, σε μια προσπάθεια ευθυγράμμισής της με τα δεδομένα του ευρύτερου πολιτισμικού περιβάλλοντος. Θα μελετηθούν χρήσεις του μοντάζ που δεν αφορούν μόνο σχέσεις εικόνων και οπτικές εναλλαγές, αλλά και σχέσεις οσφρητικών εμπειριών, σχέσεις ηχητικές, σχέσεις αφής.
Τα παραπάνω παραδείγματα, θα ενταχτούν στην ευρύτερη προσπάθεια να καλυφθεί ιστορικά η χρήση του μοντάζ στην αρχιτεκτονική εμπειρία, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, με στόχο να αποδειχθεί η σημασία του συσχετισμού της αρχιτεκτονικής με τα τυχαία θραύσματα και τις νοηματικές στρώσεις της τεμαχισμένης εικόνας του κόσμου. Μιας πραγματικότητας στην οποία αντικρουόμενες και φαινομενικά ασύνδετες εικόνες είναι ικανές να συνυπάρξουν και να δημιουργήσουν πεδία πολλών δυνατοτήτων και καταστάσεων ισορροπίας, αποδεικνύοντας ότι το μοντάζ μπορεί να είναι μια ολική συνθήκη χωρικής εμπειρίας.

Κατερίνα Λώλου

Το διδακτορικό μου ξεκίνησε μέσα στο καλοκαίρι και έτσι βρίσκεται ακόμα πολύ στην αρχή. Θέμα του διδακτορικού είναι ο χρήστης ως έννοια. Σκοπεύω να ψάξω στους λόγους των αρχιτεκτόνων και στην αρχιτεκτονική ιστορία του μοντέρνου, τους τρόπους με τους οποίους οι αρχιτέκτονες την χρησιμοποιούν και να ορίσω έτσι για αρχή ένα εύρος της έρευνας μου. Αυτή –αν και είναι ακόμα στην αρχή της – θα στραφεί γύρω από τις μορφές/τύπους που παίρνει η έννοια χρήστης στην αρχιτεκτονική του μοντέρνου καθώς πιστεύω ότι εκεί υπάρχουν κάποιες ρήξεις ή τίθενται κάποιες αρχές που νωρίτερα δεν υπήρχαν… Το θέμα αυτό είχε και η τελική εργασία μου για το μεταπτυχιακό Χώρος- Πολιτισμός. Θα ήθελα να ασχοληθώ παράλληλα και με μια ιστορική αναζήτηση της πορείας της έννοιας όπως και με τις τεχνικές που αυτή βοηθά να οργανωθούν και εφαρμόζονται από τους αρχιτέκτονες στην αρχιτεκτονική σύνθεση (οπτική αναπαράσταση, εννοιολογικές μεταφορές, εφαρμογή των τεχνολογιών…).

Μορφές κατοίκησης στην Αθήνα, στα τέλη του 19ου αιώνα, Αλίκη Σπυροπούλου

Το θέμα της διδακτορικής διατριβής είναι: Μέσα από την αυτή την έρευνα ήθελα να μελετήσω κατά πόσο τα λογοτεχνικά κείμενα αποδίδουν την πόλη, τον δημόσιο, τον ιδιωτικό, αθηναϊκό χώρο του 19ου αιώνα –και κάτω από ποιους όρους– και πως μπορεί να ανασυγκροτηθεί το βίωμα του χώρου σε σχέση με την λογοτεχνία.
Διαβάζοντας κείμενα –κυρίως μυθιστορήματα και διηγήματα– των Παπαδιαμάντη, Μητσάκη, Ροΐδη, Ξενόπουλου, Σπανδωνή, Κονδυλάκη βρέθηκα αντιμέτωπη με τις διαθλάσεις και τις αντιφάσεις του λογοτεχνικού λόγου. Έτσι προσπάθησα να βρω πως διερευνώνται από θεωρητική προοπτική οι πολύπλοκες σχέσεις λογοτεχνίας και αρχιτεκτονικής.
Ο στόχος της έρευνας είναι να συγκροτήσει μια μέθοδο ανάγνωσης του αρχιτεκτονικού χώρου μέσα από τα λογοτεχνικά κείμενα, συνθέτοντας τις διαφορετικές οπτικές γωνίες του συγγραφέα, του αφηγητή και των χαρακτήρων.

Αναπαράσταση Αστικού Τοπίου και Αισθητήρια Μνήμη. Το παράδειγμα του μεταπολεμικού Περάματος, Μάρω Μάνθου

Θα επιχειρήσω μία ιστορία πόλης της οποίας βασικές πηγές θα είναι οι αφηγήσεις καθημερινοτήτων, κυρίως, των κατοίκων της περιοχής και άλλες μη επίσημες πηγές που αφορούν στην αναπαράσταση του αστικού τοπίου, στον βιωμένο αστικό χώρο με την χρονικότητά του, παράλληλα, με την επίσημη ιστορία . Το Πέραμα είναι ένας τόπος που κατά την γνώμη μου παρουσιάζει ενδιαφέρον για το παραπάνω εγχείρημα, αλλά έχει επιλεγεί και για συναισθηματικούς λόγους.
Ο όρος αισθητήρια μνήμη αναφέρεται στην μνήμη των αισθήσεων, στην εμπειρία του σώματος, που είναι μια εμπειρία χώρου και χρόνου. Η μνήμη εδώ αναφέρεται ως μια πολιτισμικά διαμεσολαβημένη υλική πρακτική απόδοσης νοήματος που ενεργοποιείται από σωματικές πράξεις και υλικά αντικείμενα, από τις κοινωνικές σχέσεις και τις κοινωνικές πρακτικές. Έτσι, ο βιωμένος χώρος και χρόνος αντανακλά την ίδια τη διαδικασία της δημιουργικής επαν-αντίληψης του κόσμου στην βάση νοημάτων που αναγνωρίζονται ως κοινά. Αναζητώντας την αισθητήρια μνήμη, την συμποσιακότητα, τα συλλογικά νοήματα, μέσα από αφηγήσεις ζωής, ίσως να έρθουμε πιο κοντά στις αντιφάσεις της κοινωνικής παραγωγής της συλλογικής μνήμης, παρατηρώντας τις διαδρομές ανθρώπων που αγωνιούν να οικειοποιηθούν το χώρο, και την κάθε φορά νέα τάξη πραγμάτων, σε μια διαχρονία, χαράζοντας τις δικές του πορείες και προβάλλοντας αντιστάσεις.
Αυτό, σύντομα, είναι το θεωρητικό πλαίσιο το οποίο καθιστά, κατά την γνώμη μου, αναγκαία την διερεύνηση της καθημερινής ζωής η οποία διεκδικεί μια ουσιαστική θέση και στην ιστορική έρευνα τα τελευταία χρόνια, πόσο μάλλον σε μια ιστορία πόλης.
Η προσέγγιση του θέματος θα είναι ανθρωπολογική με την έννοια της μεθοδολογικής επιλογής. Θα ερευνήσω τις μεθοδολογικές δυνατότητες της προφορικής ιστορίας και της λογοτεχνίας. Θα εργαστώ με επιτόπια έρευνα και συνεντεύξεις βάθους.
Όπως καταλαβαίνετε υπάρχουν πολλά κενά σχετικά με την ερευνητική διαδικασία και άλλες επιμέρους ερευνητικές επιλογές αλλά ευελπιστώ ότι θα καλυφθούν με την βιβλιογραφική έρευνα και πολύ περισσότερο στο πεδίο.

Μνημείο, μνήμη και συλλογική ταυτότητα: συμβολισμός, μορφές και νόημα των μνημείων του β’ παγκοσμίου πόλεμου στην Ευρώπη, Κέλλυ Παπαϊωάννου

Είναι παραδεκτή η άποψη βάσει της οποίας οι έννοιες «μετανεωτερικότητα», «παγκοσμιοποίηση» και «ταυτότητα» αποτελούν αυθαίρετες κατασκευές με κανονιστικές ιδεολογικές αναφορές. Οι έννοιες αυτές χρησιμοποιούνται ως σχήματα μεθερμηνείας του κοινωνικο-οικονομικού πεδίου, προκειμένου να περιγράψουν πλευρές του εποικοδομήματος που αντιστοιχεί στην αποκαλούμενη «μετα-βιομηχανική κοινωνία» (Bell 1973).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αναθεώρηση της ιστορίας και οι νέοι χειρισμοί της μνήμης επαναδιαπραγματεύονται ζητήματα ταυτότητας-ετερότητας, ορίων και γεωγραφικών συνόρων, αυτό-προσδιορισμού του υποκειμένου και χαρακτήρα και κατάταξης μιας κοινωνικής ομάδας. Ειδικότερα η «εθνική ταυτότητα», ως το σύνολο των χαρακτηριστικών του ιστορικο-κοινωνικού βίου που η κυρίαρχη τάξη εμφανίζει ενιαία στα πλαίσια του εθνικού κράτους, προσλαμβάνει πολύπλευρες ανα-σημασιοδοτήσεις. Το «τέλος των εθνών-κρατών» και η αντικατάσταση των «εχθρών» του παραδοσιακού εδαφικού εθνικισμού από την πρόκληση «ρίσκων» (Γκίντενς 1999) διαμορφώνουν, σύμφωνα με μια άποψη, το κατάλληλο υπόβαθρο για την αντικατάσταση της εθνικής ταυτότητας από τοπικές πολιτιστικές ταυτότητες.
Ο «επίσημος εθνικισμός», φορέας του οποίου είναι το κράτος και η κυρίαρχη τάξη, ενσωματώνει στην εθνική φαντασίωση σύμβολα, συμβολικές πράξεις και τελετουργίες, ως βασική του στρατηγική για την ενοποίηση των διαφορετικών φαντασιακών στοιχείων. Στόχος είναι η κατασκευή μιας ενιαίας συλλογικής μνήμης, καθώς και η σύνδεση του κράτους με ένα εθνικό «συμβολικό πεδίο».
Η μεταπολεμική ιδέα του έθνους, σύμφωνα με τους εκπροσώπους του επίσημου εθνικισμού, πρέπει να τροφοδοτείται διαρκώς με τη συμβολική ταύτιση με μια «φαντασιακή κοινότητα», μέσω της συλλογικής μνήμης και της κατασκευής κοσμογονικών μύθων, ηρωικών αφηγήσεων και συμβολικών «εθνικών τόπων» (Gordon, Osborne: 2004). Σε αυτόν τον άξονα, η επίσημη πολιτική μνήμης υλοποιείται μέσω της κατασκευής εθνικών μνημείων, των οποίων η σημειολογία και ονοματολογία αποσκοπούν στην αναπαράσταση της δημόσιας «συμφωνίας» σχετικά με την εθνική ιστορία. Η ανέγερση εθνικών μνημείων συνοδεύεται από προγράμματα ενοποίησης δημόσιων χώρων και κτιρίων, πάρκων και λεωφόρων, με στόχο την καθιέρωση ενός «εθνικού στυλ», στοιχείου ενοποιητικού μιας κοινής εθνικής συνείδησης. Η σχέση των εθνικών μνημείων με άλλα μνημεία δεν είναι μόνο χωροταξική, αλλά και συμβολική-αναφορική, μέσα από την κατασκευή μύθων «μνημείων - προγόνων» ή μνημείων που έχουν κοινό σημασιολογικό περιεχόμενο ή έχουν συσχετιστεί με κοινά ιστορικά γεγονότα. Έτσι, το εθνικό μνημείο ενσωματώνεται στην πατριωτική ρητορική, διασφαλίζεται ο θεσμικός του χαρακτήρας ως εθνικού ιστορικού τόπου και, μέσω των τελετουργιών και εορτών, επενδύεται σταθερά η συμβολική και ιεροτελεστική του διάσταση. Στην κατεύθυνση αυτή, συμβάλλουν πολλαπλά τα εγκαίνια και οι εθνικοί εορτασμοί που διοργανώνονται στους χώρους των μνημείων και τα οποία συντηρούν την αίσθηση της εθνικής ταυτότητας. Τέτοιες συμβατικές μνημονικές τεχνικές στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην αναπαράσταση μέσω της συνήθειας και του κοινωνικού αυτοματισμού.

ενδεικτική βιβλιογραφία:

Bell, D. (1973) The coming of post-industrial society: a venture in social forecasting, New York: Basic Books
Γκίντενς Α. (1999) Ο κόσμος των ραγδαίων αλλαγών. Πώς επιδρά η παγκοσμιοποίηση στη ζωή μας, Γεώρμας Δ. Κ. (μετ.), Αθήνα: Μεταίχμιο
Gordon, D.L.A. and Osborne B. (2004) «Constructing national identity in Canada’s capital, 1900-2000: Confederation Square and the National War Memorial», Journal of Historical Geography, Volume 30, Issue 4, October 2004, 618-642

Έλενα Μαμουλάκη

Χωρικά και χρονικά η περιοχή μελέτης τοποθετείται στην Ικαρία την περίοδο του εμφυλίου. Χιλιάδες εξόριστοι στέλνονται στο νησί για να εκτίσουν την ποινή «κατ' οίκον περιορισμός». Πηγές αναφέρουν ότι σε κάποιες περιόδους ο πληθυσμός (υπερ)διπλασιάστηκε από 12.000 έφτασε μέχρι και τις 30.000 με την έλευση των εξόριστων. Στο νησί δεν υπάρχουν στρατόπεδα και φυλακές οπότε οι εξόριστοι μένουν κατά κανόνα στα σπίτια των ντόπιων και σε όποια άλλα καταλύματα είναι διαθέσιμα. Η υποχρεωτική αυτή συμβίωση επιφέρει σημειακές αλλαγές στο εσωτερικό των σπιτιών και στο δημόσιο χώρο. Την ίδια στιγμή, ο αριθμός των χωροφυλάκων που στάλθηκαν απ' όλη την Ελλάδα για να επιτηρούν την κατάσταση είναι ανάλογος. Για μικρό διάστημα στην αρχή τα μέτρα επιτήρησης και ελέγχου δεν είναι πολύ αυστηρά, η εμπλοκή και η επικοινωνία εξόριστων και ντόπιων είναι δυνατή και γόνιμη, αλλά σταδιακά επιχειρείται ο απόλυτος έλεγχος και ο αποκλεισμός της μεταξύ τους επικοινωνίας. Έτσι παρατηρείται το φαινόμενο της μετατροπής ενός νησιού σε φυλακή και των ίδιων των σπιτιών σε κελιά.
Η περίοδος αυτή σφράγισε τη σύγχρονη ιστορία του νησιού ενώ οι διηγήσεις από γενιά σε γενιά αποτελούν στοιχείο συγκρότησης της ταυτότητας των κατοίκων. Η μνήμη υπάρχει αν και κανένα υλικό αποτύπωμα δεν αποτελεί πυκνωτή της (όπως θα ήταν π.χ. μια φυλακή ή ένα στρατόπεδο σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις). Σχεδόν κάθε σπίτι φιλοξένησε έναν τουλάχιστον εξόριστο. Η διασπορά της ιστορικής και συλλογικής μνήμης είναι τέτοια που φτάνει στα εσωτερικά των σπιτιών. Δεν υπάρχουν μοναδικά και αποκομμένα από την καθημερινή ζωή σημάδια της μνήμης στο δημόσιο χώρο. Θραύσματα υλικά αλλά κυρίως άϋλα, βρίσκονται διασκορπισμένα στους οικισμούς, επηρεάζοντας τη ζωή και τη μνήμη των κατοίκων τους.
Κεντρικό ερώτημα είναι το πώς συγκροτείται αυτή η μνήμη. Τι σημαίνει για κάθε μία από τις γενιές που ζουν στο νησί η ανάμνηση αυτής της περιόδου «αναγκαστικής συμβίωσης»; (για αυτούς που τα έζησαν ως ενήλικοι, ως παιδιά αλλά και γι αυτούς που αναπλάθουν τα γεγονότα μόνο μέσα από τις διηγήσεις).
Ποια ήταν η σχέση του εξόριστου ως φιλοξενούμενου και εισβολέα στο σπίτι του ντόπιου ως υποδοχέα αλλά και (δυνάμει) δεσμώτη; [στην περίπτωση που συνεργαζόταν με τους χωροφύλακες, δίνοντάς τους πληροφορίες]. Πώς άλλαξαν οι συσχετισμοί στην κατοίκηση των σπιτιών αλλά και των χωριών; Πού και πώς εξελισσόταν η ιδιωτική και η συλλογική ζωή καθώς εντείνονταν τα μέτρα επιτήρησης; Πώς αντιλαμβάνονταν την έννοια «σπίτι» οι μεν και οι δε, στην περίοδο της υποχρεωτικής εκείνης συμβίωσης;
Για την προσέγγιση των παραπάνω ζητημάτων θα χρησιμοποιηθούν μέθοδοι και εργαλεία από την ανθρωπολογία, την ιστορία, τη θεωρία του χώρου και της μνήμης. Επιτόπια έρευνα, συνεντεύξεις, έρευνα για τις   μαρτυρίες και τις ιστορικές μελέτες θα πραγματοποιηθούν με στόχο την κάλυψη του ιστορικού και ανθρωπολογικού τμήματος της έρευνας.

Χωρική ταυτότητα και μεταναστευτική εμπειρία στη σύγχρονη πόλη: η κοινότητα των Μπανγκλαντεσιανών στην Αθήνα, Χριστίνα Μαραθού

Η έρευνα συνδυάζει την μελέτη και αξιολόγηση βιβλιογραφίας και οπτικού υλικού με την συμμετοχική παρατήρηση στην περιοχή όπου «εντοπίζεται» χωρικά η κοινότητα των μεταναστών από το Μπαγκλαντές (ένα τμήμα του Ψυρρή, μεταξύ των οδών Αθηνάς και Πειραιώς).
Ο πυρήνας των ερωτημάτων μου εστιάζει στον τρόπο που η συγκεκριμένη μεταναστευτική ομάδα δημιουργεί το δικό της ζωτικό χώρο στον αστικό ιστό: τους μηχανισμούς οικειοποίησης του οικιστικού περιβάλλοντος, τον τρόπο που δρα και κινείται μέσα σε αυτό, τη μεταφορά και την αναπαράσταση οικείων προτύπων «χωρικής» συμπεριφοράς σε ζητήματα γειτνίασης, μετακινήσεων, αντίληψης της πόλης, τον τρόπο που διαχειρίζονται τον δημόσιο και ιδιωτικό χώρο, την επιλογή των τόπων κατοίκησης και επιτέλεσης κοινωνικών και θρησκευτικών πρακτικών.
Από την πλευρά της κοινωνίας υποδοχής εξετάζω τις σχέσεις με τις άλλες εθνοπολιτισμικές ομάδες (Έλληνες και μετανάστες) που συναντιούνται στην ίδια περιοχή. Επίσης, μελετάω τις οικονομικές, κοινωνικές και χωρικές συνθήκες που οδήγησαν τους μετανάστες στην επιλογή του συγκεκριμένου τόπου για την «στέγαση» της κοινότητά τους καθώς και την «εξέλιξη» της κοινότητας στο χώρο και το χρόνο.
Η μέθοδος μου στηρίζεται κυρίως στην ποιοτική έρευνα, συγχρόνως δε, υπάρχει μέριμνα πιστοποίησης κάποιων ποσοτικών δεδομένων. Μία από τις πιο σημαντικές πηγές άντλησης πληροφοριών είναι οι συνεντεύξεις με μετανάστες και Έλληνες που εργάζονται ή κινούνται στην περιοχή της έρευνάς μου. Η επιτόπια έρευνα γίνεται με επισκέψεις που καλύπτουν διαφορετικές ημέρες και ώρες της εβδομάδας- στους εμπορικούς πυρήνες, στους χώρους ψυχαγωγίας και αναψυχής, καθώς και τις κατοικίες των μεταναστών.

ενδεικτική βιβλιογραφία:

Anderson, B., 1997, Φαντασιακές κοινότητες. Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού. Αθήνα, Νεφέλη.

Appadurai A., «Global Ethnoscapes: Notes and Queries for a Transnational Anthropology», στο: Recapturing Anthropology: Working in the Present, επιμ. R.Fox, Νέο Μεξικό: School of American Research Press, Santa Fe, 1991.

Bourdieu P., Outline of a Theory of Practice, Cambridge: Cambridge University Press, 1997.

Βαΐου, Ν., Χατζημιχάλης Κ., 1997, Με τη ραπτομηχανή στην κουζίνα και τους Πολωνούς στους αγρούς- ΠΟΛΕΙΣ, ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ ΚΑΙ ΑΤΥΠΗ ΕΡΓΑΣΙΑ, Αθήνα, Εξάντας

Cohen A.P., The Symbolic Construction of the Community, Λονδίνο: Tavistock Publications, 1985.

Halbawachs M., The collective memory, Νέα Υόρκη: New York, second edition, 1980.

Καυταντζόγλου, Ρ., 2001, Στη σκιά του Ιερού βράχου. Τόπος και μνήμη στα Αναφιώτικα, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

Μαρβάνης Θ., Παρσανόγλου Δ., Παύλου Μ., 2001, Μετανάστες στην Ελλάδα, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα

Μουσούρου, Λ.Μ., 1991, Μετανάστευση και Μεταναστευτική πολιτική στην Ελλάδα και την Ευρώπη, Αθήνα, Gutenberg.

Νικολαΐδου Σ., Η κοινωνική οργάνωση του αστικού χώρου, Αθήνα: Παπαζήση, 1993.

Lazaridis, G., 1999, Undocumented Migrants in Greece, Department of Economics-University of Athens, Athens

Lefebvre A., 1977, Το δικαίωμα στην πόλη, Παπαζήση, Αθήνα

Lefebvre H., 1994, The Production of Space, Blacwell Publishers.

Massey, D., 1995, Imagining the World, στο Allen, J.,-Massey, D., (eds), Geographical Worlds, Oxford, Oxford University Press and The Open University.

Πετρινιώτη Ξ., 1993, Η μετανάστευση προς την Ελλάδα, Αθήνα, Οδυσσέας.

Σταυρίδης Σ., 2002, Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, Ελληνικά Γράμματα

Σταυρίδης Σ., 2002, Κατοίκηση και ετερότητα: Πρόσφυγες και μετανάστες στην πόλη, στο Απόλυτος Ρεαλισμός, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα

Van Gennep Ar., Les rites de passage, Παρίσι: Picard, 1991, (πρώτη έκδοση 1909).

Τα παιχνίδια αστικής προσομοίωσης ως εργαλείο στον αστικό σχεδιασμό, Βίλυ Κακλιδάκη

Οι τρεις ετερόκλητες κατευθύνσεις που αποτελούν τον κορμό του αντικειμένου έρχονται να συναντηθούν σε ένα πεδίο που περιλαμβάνει την δημιουργική ή και εκπαιδευτική ενασχόληση με την μελέτη της αστικής λειτουργίας μέσα σε ένα προσομοιωμένο περιβάλλον με ή χωρίς ανθρώπινη διαντίδραση, με ή χωρίς την χρήση ψηφιακών μέσων. Τα παιχνίδια αστικής προσομοίωσης διακρίνονται στα μοντέλα αστικής προσομοίωσης και τα παιχνίδια ρόλων.

Προσομοίωση είναι η απομόνωση της πληροφορίας από την ύλη και η μεταφορά της σε άλλο μέσο. Ο Πλάτωνας ήδη, συζητά την διάκριση της φθαρτής και μεταβλητής ύλης από την περιοχή των σταθερών και μόνιμων ιδεών. Υποστηρίζει ότι οι ιδέες είναι αυτές που υπάρχουν πραγματικά ενώ τα αντιληπτά μέσω των αισθήσεων μας αντικείμενα, είναι αντίγραφα τους. Ο Αριστοτέλης διακρίνει τα συμβεβηκότα από την ουσία. Ο Καρτέσιος, το σώμα από την ψυχή.

Σημεία στη μυθολογία της μετάγγισης ζωής σε άψυχη ύλη [έμψυχα αγάλματα της ελληνικής αρχαιότητας, Γκόλεμ, Φράνκεσταιν]. Μαθηματικά, ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα αυτόματα είναι οι πρώτες προσπάθειες δημιουργίας τεχνητής ζωής, πρόγονοι των ψηφιακών κατοικίδιων, των ιών, των δικτυακών πρακτόρων, των αυτόνομων αστικών μοντέλων προσομοίωσης.

Ο Christopher Langton, πατέρας της τεχνητής ζωής, ορίζει την ζώσα συμπεριφορά σαν ένα σύνολο από συγκεκριμένες ενέργειες. Η πόλη αν και δεν είναι φτιαγμένη από σάρκα και αίμα διατηρεί τα χαρακτηριστικά της ζωής. Αποτελούμενη από ανόργανα υλικά και φιλοξενούμενους οργανισμούς μεταλλάσσεται σε μία οντότητα που μάχεται για την ύπαρξη και την επιβίωση της.

Τα παιχνίδια αστικής προσομοίωσης έχουν τις ρίζες τους στα παιχνίδια πολεμικής προσομοίωσης. Αυτά δημιουργήθηκαν σαν εργαλεία δοκιμής και ελέγχου διαφόρων στρατηγικών, σαν εργαλεία πρόβλεψης της έκβασης της μάχης και σαν πεδία εκπαίδευσης και εξάσκησης των στρατιωτών [Wei Hai του Sun Tzu, αρχαιοελληνικές και ρωμαϊκές πολεμικές προσομοιώσεις, Ghaturanga, Kriegsspiel, Σκάκι] και χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα.

Κατά τις δεκαετίες του 60 και 70 με την εξέλιξη των υπολογιστών και την απογείωση των κοινωνικών επιστημών, η πόλη συλλαμβάνεται σαν ένα σύμπλοκο σύστημα από συνυφαίνοντα δίκτυα, και επιχειρείται η ερμηνεία του μέσω των θεωριών του χάους, των καταστροφών, συστημικών θεωριών.

Δημιουργούνται παιχνίδια αστικών προσομοιώσεων τα οποία χρησιμοποιούνται στα πανεπιστήμια των Η.Π.Α. [Ghetto, Planning Operational Gaming Experiment, Cornell Land Use Game, Land Use Gaming Simulation, Newton, Urban Dynamics, Metropolis, Metro-Apex, CityI, CityModel, Region I & II] και του Ηνωμένου Βασίλειου, και σε συμμετοχικά projects αστικών αναπλάσεων.

Συγκεντρώνουν ένα πλήθος πλεονεκτημάτων σαν εκπαιδευτικά εργαλεία: Είναι διαδραστικά και εμπλέκουν τον χρήστη, διεγείρουν το σύνολο των αισθήσεων, έχουν ελαστική δομή [εξατομίκευση διδασκαλίας], συμπυκνώνουν μεγάλο όγκο πληροφορίας.

Δημόσιος χώρος - Ιδιωτικός λόγος: Οι προσδοκίες του κοινού για τον ανδριάντα του Μ. Αλεξάνδρου στη Θεσσαλονίκη, Στυλιάνα Γκαλινίκη

Μέσα από την επιστολογραφία στον τοπικό Τύπο (1969-1971)

Η ίδρυση ανδριάντα με τη μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Θεσσαλονίκη προαναγγέλθηκε το 1965 με τη σύσταση ερανικής επιτροπής, κατά τη συνήθη πρακτική του παρελθόντος για τη δημιουργία καλλιτεχνικών έργων «εθνικής σημασίας»[1].
Οι σχετικές διαδικασίες, έως την τελική ανάθεση του έργου στον γλύπτη Ευάγγελο Μουστάκα και την τοποθέτηση του ανδριάντα στην παραλία της Θεσσαλονίκης, λαμβάνουν χώρα κατά τη δικτατορία και ολοκληρώνονται λίγο πριν από την πτώση της.
Από τις αρχές του 1969 και πριν ακόμη προκηρυχθεί ο καλλιτεχνικός διαγωνισμός, ξεκινάει μία έντονη επιστολογραφία στον τοπικό Τύπο, κυρίως στην εφημερίδα «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΒΟΡΡΑΣ», με θέμα το αναμενόμενο γλυπτό[2].
Είναι από τις σπάνιες φορές που ένα έργο τέχνης προορισμένο για δημόσιο χώρο αποκτά “μορφή” και “χώρο” μέσα από τον ιδιωτικό λόγο σε χρόνο πρωθύστερο της δημιουργίας του[3] και, μάλιστα, για χρονικό διάστημα περίπου τριών ετών. Οι αναγνώστες των εφημερίδων εγείρουν πιεστικά ερωτήματα για την καθυστέρηση της υλοποίησης του γλυπτού, εκφράζοντας παράλληλα τις απόψεις τους όχι μόνο για τη σημασία ενός τέτοιου έργου, αλλά και για το μέγεθος και τη μορφή του, τη χωροθέτησή του στον ιστό της πόλης, τις δράσεις που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν γύρω από αυτό. Κοινή μέριμνά τους είναι το μνημείο που θα ανεγερθεί να είναι εφάμιλλο του ιστορικού μεγέθους του Μ. Αλεξάνδρου και οπωσδήποτε να ενσαρκώνει τα εθνικά ιδεώδη και να εμπνέει πατριωτικά συναισθήματα. Διαπιστώνεται επιπλέον ότι, ως ένα βαθμό, οι απόψεις τους και η εμμονή τους όχι μόνο επηρεάζουν την πορεία των διαδικασιών αλλά υπαγορεύουν και τη μορφή του καλλιτεχνικού έργου –ή τουλάχιστον το επιχειρούν.
Μέσα από την έρευνα της επιστολογραφίας αυτής δίνεται η δυνατότητα να ανιχνευθούν οι προσδοκίες ενός κοινού ιδιαίτερου -ως προς τις ιδεολογικές καταβολές και τις αντιλήψεις για το αρχαίο παρελθόν- όχι μόνο σε ότι αφορά το έργο τέχνης αλλά και τη διαχείριση του δημόσιου χώρου που το φιλοξενεί. Πρόκειται για ένα κοινό που διεκδικεί το δικαίωμα της παρέμβασης σε αυτόν τον ξεχωριστό τομέα της δημόσιας ζωής, σε μια εποχή απαγορευτική μεν για κοινωνικές διεκδικήσεις, δεκτική όμως σε έναν λόγο που αρμόζει στα ιδεώδη του καθεστώτος. Πέρα από τις όποιες αντιφάσεις και τις ιδεολογικές παραμέτρους, ο ιδιωτικός λόγος γίνεται δημόσιος και διεκδικεί το δικαίωμα της σκηνογραφίας του δημόσιου χώρου, που ποτέ δεν παύει να είναι και ιδιωτικός.

[1] Για ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας της δημόσιας γλυπτικής, του μνημείου ως φορέα εθνικών αξιών και το ρόλο του κοινού-δέκτη, βλ. Τσιάρα Συραγώ, Τοπία της Εθνικής μνήμης: Ιστορίες της Μακεδονίας γραμμένες σε μάρμαρο, Αθήνα: Κλειδάριθμος, 2004, σελ. 15-49.
[2] Ενδεικτικά βλ. Εφημερίδα ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΒΟΡΡΑΣ, αρ. φ. 4618)214, 4-4-1969, σελ. 2, στήλη “Στο περιθώριο της επικαιρότητος”.
[3] Για την υποδοχή του καλλιτεχνικού έργου βλ. το ομώνυμο κεφάλαιο στο Κωτίδης Αντώνης, Μοντερνισμός και “Παράδοση” στην ελληνική τέχνη του μεσοπολέμου, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 1993, σελ. 45-99.

Αφήγηση και χώρος: Ζητήματα συνάρθρωσης του χρόνου και του υποκειμένου, Θέμης Ανδριόπουλος

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ ΤΟΥ Μ.ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ

Η αφήγηση αρχίζει με ένα καράβι να διασχίζει τη νοτιοανατολική Πελοπόννησο και να κατευθύνεται από τα παράλια της Λακωνίας και το Μυρτώο Πέλαγος προς το Αιγαίο και συγκεκριμένα προς τις Κυκλάδες.
Πάνω στο καράβι, η Μαρίνα Μπαρέ και ο άντρας της Γιάννης Ρεϊζης, καπετάνιος και ιδιοκτήτης του καραβιού, αγναντεύουν το πέλαγος και τα νησιά, καθώς περνούν από δίπλα τους. Η Μαρίνα, κοιτώντας το Αιγαίο, κάνει μια αναδρομή στο παρελθόν της, από τα παιδικά της χρόνια στη Ρουέν της Γαλλίας, μέχρι και τη γνωριμία της με το Γιάννη.
Στην αρχή θυμήθηκε τους καβγάδες των γονιών της, επειδή ο πατέρας της υποψιαζόταν την παράνομη ερωτική ζωή της μητέρας της. Έπειτα, τη σχέση της με τον πατέρα της που τον έβλεπε σπάνια, γιατί υπηρετούσε αξιωματικός στην Αφρική. Θυμήθηκε το θάνατό του, την είσοδό της στην εφηβεία. Μετά ήρθε στο μυαλό της η ερωτικά αχαλίνωτη ζωή της μητέρας της, η οποία, μετά το θάνατο του άντρα της, έγινε πόρνη και άρχισε να δέχεται πελάτες στο σπίτι. Σκεφτόταν η Μαρίνα την περιφρόνηση των φιλενάδων της και των συμμαθητριών της, που γνώριζαν τον έκλυτο βίο της μητέρας της και σχολίαζαν διαρκώς το επάγγελμά της. Θυμήθηκε την απέχθεια που έτρεφε προς το πρόσωπο της μητέρας της, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο.
Μετά θυμήθηκε τη συντροφιά που έκανε με έναν φοιτητή που, ενώ του άρεσε, εκείνος δείλιαζε και έπειτα την ερωτική συνεύρεσή της στο λιμάνι μ’ έναν άγνωστο μεθυσμένο, που την πλήρωσε για το σεξ που του προσέφερε, αποκτώντας έτσι τα πρώτα δικά της χρήματα. Δύο χρόνια μετά το συμβάν αυτό, η Μαρίνα είχε και την πρώτη «φυσιολογική» ερωτική περιπέτεια με έναν συμφοιτητή της. Από τη σύντομη αυτή σχέση, ωστόσο, δεν μπόρεσε να απολαύσει την ηδονή του έρωτα.
Χωρίς οικογένεια, χωρίς φίλες και νιώθοντας μεγάλη μοναξιά, η μοναδική της διέξοδος ήταν πλέον οι σπουδές της στα αρχαία ελληνικά. Οι πνευματικές της ανησυχίες την οδήγησαν σε μια διατριβή που αφορούσε στη «Μήδεια» του Ευριπίδη, που ήταν για τη Μαρίνα το μεγάλο της πάθος. Πέρα από τα πνευματικά αυτά ενδιαφέροντα, εκείνη την περίοδο άρχισε να την κατατρέχει και μια άλλη παράταιρη σκέψη: η πορνεία ως επαγγελματική προοπτική.
Ύστερα ήρθε ο θάνατος της μητέρας της, η οποία με το επάγγελμα της πόρνης κατάφερε ν’ αφήσει στη Μαρίνα μια ολόκληρη περιουσία. Έτσι πλέον, η όμορφη Γαλλίδα μπορεί να ζήσει με μεγάλη άνεση. Τώρα, έστω και μετά θάνατο, το μίσος για τη μητέρα της υποκαταστάθηκε από την αγάπη και τη συγχώρεση.
Ο επόμενος ερωτικός σταθμός της ήταν ένας βαρόνος, αλλά και εκείνη η σχέση της δεν κράτησε πολύ και δεν της έδωσε την παραμικρή ηδονή. Έτσι, αρχίζει να προβληματίζεται μήπως τελικά έχει κάποιο οργανικό πρόβλημα και γι’ αυτό δεν νιώθει ηδονή.
Έπειτα, καθώς η Μαρίνα σκέφτεται το παρελθόν της, θυμάται και επαναλαμβάνει διαρκώς πόσο όμορφη ήταν τότε, ως έφηβη και ως φοιτήτρια, και ότι την ομορφιά της αυτή την έχει κληρονομήσει από τη μητέρα της, που ήταν κι αυτή μια εξίσου πολύ όμορφη γυναίκα. Η Μαρίνα ήταν ήδη από τα εφηβικά της χρόνια μια πολύ ελκυστική και ποθητή γυναίκα.
Τέλος, θυμήθηκε την πρώτη της συνάντηση με το Γιάννη Ρεϊζη, τον Έλληνα εφοπλιστή από τη Σύρο, όταν σε μια βόλτα της στο λιμάνι της Ρουέν πρωτοείδε τη «Χίμαιρα», το καράβι που είχε «δέσει» εκεί για λίγες μέρες. Επάνω στο καράβι τον γνώρισε, εκεί τον ερωτεύτηκε, μέσα στην καμπίνα του ένιωσε την απόλυτη ηδονή, που δεν είχε νιώσει μέχρι τότε από κανέναν, αυτόν αγάπησε και τώρα πλέον ταξιδεύουν με τη «Χίμαιρα», και το Γιάννη καπετάνιο, για τη Σύρο.
Εκεί, στο κατάστρωμα της «Χίμαιρας» και καθώς πλησιάζουν στο νησί, η Μαρίνα μαθαίνει από το Γιάννη και στοιχεία από τη δική του προσωπική ιστορία.
Ο Γιάννης είναι γόνος εφοπλιστικής οικογένειας, κατάγεται από την Κάσο και ζει με τη μητέρα του στο Πισκοπιό (Επισκοπείο) της Σύρου, και πιο συγκεκριμένα σε μια παροικία των Κασιωτών, τα Κασιώτικα. Όταν πεθαίνει ο πατέρας του, ο Γιάννης αφήνει το Πολυτεχνείο, αγοράζει ένα ποσοστό από ένα καράβι και μπαρκάρει δόκιμος. Ο Γιάννης, από την αρχή, δεν ήθελε να σπουδάσει. Η θάλασσα ήταν πάντα η αγάπη του και τώρα ήρθε η στιγμή να κάνει την αγάπη του αυτή επάγγελμα. Έτσι γίνεται θαλασσινός, παίρνει δίπλωμα πρώτου πλοιάρχου, αυξάνει τα κέρδη του, αγοράζει ολόκληρο το καράβι και, με το μερίδιο του μικρότερου αδερφού του, του Μηνά που σπουδάζει στη Νομική της Αθήνας, κάνουν μια εταιρεία, πουλάνε το παλιό και αγοράζουν καινούριο καράβι που το ονομάζουν «Χίμαιρα». Σε ένα από τα ταξίδια του με τη «Χίμαιρα» φτάνει και στο λιμάνι της Ρουέν, όπου γνωρίζει τη Μαρίνα.
Τώρα πλέον, ο Γιάννης και η Μαρίνα, έχοντας φύγει από τη Γαλλία, κατευθύνονται προς την πρωτεύουσα των Κυκλάδων. Το Ριζικό της Μαρίνας την έφερε λοιπόν στη Σύρο, όπου παντρεύεται το Γιάννη, ενώνουν τις περιουσίες τους και αγοράζουν ένα καινούργιο καράβι με το όνομα «Μαρίνα».
Και φυσικά, η Μαρίνα Μπαρέ γνωρίζει και τη μητέρα του Γιάννη. Μεταξύ τους αναπτύσσεται από την αρχή μια ανταγωνιστική σχέση, καθώς τις χωρίζουν, εκτός από την ηλικία, και οι εθνοφυλετικές διαφορές, που αντανακλούν και διαφορές στη νοοτροπία τους. Η Μαρίνα, μια Ευρωπαία, νέα και δροσερή γυναίκα, μορφωμένη, με πλούσιο παρελθόν και ανοιχτό μυαλό και η γριά Ρεϊζαινα, μια κλασική μαυροφορεμένη και γερασμένη φιγούρα του κυκλαδίτικου νησιού, με υπερβολική αγάπη στα δυο της παιδιά, μια γυναίκα που θέλει να ελέγχει όλα όσα συμβαίνουν στον οίκο της, γεμάτη καχυποψία για κάθε τι ξένο και άγνωστο ,ιδιαίτερα δε για την πρώτη νύφη της, που είναι και ξένη, από έναν άγνωστο τόπο, με ένα άγνωστο παρελθόν. Ο Γιάννης, σε αντίθεση με τη μητέρα του, αποδέχεται αμέσως αυτό το άγνωστο ερωτικό παρελθόν της Μαρίνας χωρίς να ρωτήσει λεπτομέρειες γι’ αυτό και το επιβάλλει στη μητέρα του.
Η Μαρίνα γνωρίζει και το μικρό αδερφό του Γιάννη, το Μηνά. Ο Μηνάς είναι εξίσου όμορφος με το Γιάννη, με μια διαφορετική όμως, πιο λεπτεπίλεπτη ομορφιά. Εκτός αυτού, ο Μηνάς είναι και ο διανοούμενος της οικογένειας, ένα ταλέντο στη νομική επιστήμη, ένας άντρας με ποικίλα ενδιαφέροντα, όπως η ποίηση, η λογοτεχνία και η αρχαιολογία, σε αντίθεση με το Γιάννη που είναι πιο πραχτικός άνθρωπος, χωρίς καμία έφεση στην κουλτούρα. Ο Γιάννης ασχολείται πιο πολύ με τη διαχείριση των οικονομικών της οικογένειας και τον ενδιαφέρει ο τρόπος που θα επεκτείνει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.
Η Μαρίνα συμπαθεί από την πρώτη στιγμή το Μηνά, γιατί βρίσκει αμέσως κοινά ενδιαφέροντα μαζί του. Βρίσκει αυτό που έλειπε από το Γιάννη: πνευματικότητα και καλλιέργεια. Έτσι, αρχίζουν να αλληλογραφούν. Από εκείνη τη στιγμή ο Μηνάς μπαίνει στη ζωή της.
Η ζωή της Μαρίνας στη Σύρο κυλάει ευχάριστα. Προσπαθεί να μάθει όσο καλύτερα μπορεί τα ελληνικά, πράγμα που το καταφέρνει πολύ καλά διαβάζοντας ελληνική λογοτεχνία και κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα. Το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας το αφιερώνει στο διάβασμα. τόσο της αρχαίας όσο και της σύγχρονης ελληνικής πνευματικής παραγωγής. Συναναστρέφεται με φιλικές οικογένειες των Ρεϊζηδων και, κυρίως, περνάει όμορφες στιγμές με το Γιάννη, ο οποίος δεν μπαρκάρει στα καράβια, αλλά δουλεύει ως διευθυντής σε υποκατάστημα ναυτιλιακής εταιρείας στη Σύρο. Κάνει μαζί του ταξίδια στην Ευρώπη. Βρίσκει ευκαιρίες να απολαύσει τη θάλασσα και το ψάρεμα και χαίρεται, μαζί το Γιάννη, τις αποδράσεις στις Κυκλάδες, όπου ζει έντονες ερωτικές στιγμές μαζί του, που δεν έχει ξαναζήσει ποτέ άλλοτε. Η περίπτωση, ωστόσο, της πολυγαμικής ζωής την απασχολεί, ακόμα και σαν «πείραμα» του μυαλού της.
Και σ’ αυτό «το πείραμα», η σκέψη της και η φαντασία της επιστρέφουν διαρκώς, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, συνειδητά ή ασυνείδητα, στο Μηνά. Ο συνδυασμός της ομορφιάς του με την πνευματικότητα που τον διακρίνει την έχει αναστατώσει. Η Μαρίνα έχει έναν υπέρμετρο ναρκισσισμό, επαναλαμβάνει διαρκώς στον εαυτό της το πόσο όμορφη και επιθυμητή εξακολουθεί να είναι, ακόμα και τώρα που δεν είναι πλέον έφηβη.
Η Μαρίνα αποφασίζει να κάνει για πρώτη φορά ένα ταξίδι αναψυχής στην Αθήνα και, με την ευκαιρία αυτή, να επισκεφτεί και το Μηνά στο σπίτι του. Τον επισκέπτεται και στην αρχή κάνουν μαζί έναν περίπατο στην Ακρόπολη. Εκεί, γίνονται έκδηλα τόσο ο ναρκισσισμός όσο και η ζήλια της Μαρίνας, όταν ο Μηνάς της λέει, μεταξύ σοβαρού και αστείου, πως η γυναίκα που αγαπά πραγματικά είναι μια Καρυάτιδα. Επιστρέφουν μετά στο σπίτι και ο Μηνάς, εκστασιασμένος, της απαγγέλλει στίχους του Παλαμά. Εκείνη, ενθουσιασμένη όσο ποτέ από την πνευματική επικοινωνία, που τόσο της έλειπε αλλά και από το ερωτικό περιεχόμενο των στίχων, ριγεί και συγκινείται.
Μετά από μια νυχτερινή έξοδο για φαγητό, ο Μηνάς εξακολουθεί, μετά και από την προτροπή της Μαρίνας, να απαγγέλλει στίχους. Εκείνη εκστασιάζεται και πάλι και νιώθει ευτυχισμένη. Το κλίμα ανάμεσά τους έχει γίνει, ήδη από το σπίτι του Μηνά, πολύ ερωτικό. Οι δυο τους εκείνες τις στιγμές βρίσκονται ερωτικά στην «κόψη του ξυραφιού», ο καθένας όμως αντιλαμβάνεται ενδόμυχα τα όριά του, τα όρια που υπάρχουν έτσι κι αλλιώς μεταξύ τους, λόγω της συγγένειάς τους. Έτσι, τα πράγματα μεταξύ τους μένουν ως έχουν.
Η σχέση της Μαρίνας και του Μηνά παραμένει φιλική και αδερφική και εστιάζεται στην μεταξύ τους πνευματική επικοινωνία. Ο μικρότερος αδερφός συμπληρώνει τον «ελλειμματικό» σ’ αυτόν τον τομέα Γιάννη, «έλλειψη» που νιώθει άλλωστε και ο ίδιος ο Γιάννης, αλλά δεν μπορεί να αναπληρώσει. Η Μαρίνα αναρωτιέται για το ποιο θα ήταν το Ριζικό της αν γνώριζε πρώτα το Μηνά και όχι το Γιάννη.
Η αφήγηση μας πάει έξι χρόνια μετά. Η Μαρίνα δεν έχει χάσει το παραμικρό από την ομορφιά της, έχει ήδη μια κόρη δύο ετών, την Αννούλα, στην οποία και αφιερώνεται. Η σχέση της με την πεθερά της γίνεται όλο και πιο δύσκολη, καθώς οι διαφορές στη νοοτροπία τους γίνονται πιο έκδηλες και η γιαγιά προσπαθεί με πλάγιους τρόπους να γαλουχήσει την εγγονή της. Ο Μηνάς λείπει εδώ και τέσσερα χρόνια για σπουδές στη Γερμανία, χωρίς ωστόσο να έχει επιστρέψει στην Ελλάδα ούτε μια φορά, να δει έστω τη μητέρα του, προβάλλοντας διαρκώς δικαιολογίες . Επιστρέφει, ωστόσο, για να διεκδικήσει θέση υφηγητή στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, πράγμα που το πετυχαίνει.
Γνωστή οικογένεια της Σύρου οργανώνει δεξίωση προς τιμήν του Μηνά, όπου παρευρίσκεται όλη η καλή κοινωνία της Σύρου. Η Μαρίνα χορεύει μαζί του και νιώθει ξανά έναν έντονο ερωτισμό. Στη δεξίωση η Μαρίνα, από τη μια ζηλεύει που ο Μηνάς φλερτάρει άσκοπα με μια άλλη γυναίκα και, από την άλλη τον επιπλήττει γιατί δεν πρέπει να κοροϊδεύει μια κοπέλα, εάν δεν έχει «καλό σκοπό». Η σκέψη που έκανε τη μέρα, να μετακομίσει με το Γιάννη στην Αθήνα, ακυρώνεται το βράδυ από τη ζήλια της και ο φόβος της μοναξιάς την πνίγει ανελέητα. Το Ριζικό της Μαρίνας δεν μπορεί να την αποτρέψει από αυτόν που την έχει συγκλονίσει από τη μέρα που τον γνώρισε.
Το ίδιο βράδυ του χορού, το πιο καινούριο από τα πλοία των Ρεϊζηδων, η «Μαρίνα», βουλιάζει στο βόρειο Ατλαντικό και η οικογένεια αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της πτώχευσης. Μπροστά σ’ αυτόν τον κίνδυνο, ο Γιάννης αποφασίζει να μπαρκάρει ο ίδιος ως καπετάνιος στο άλλο καράβι, τη «Χίμαιρα», για να μπορέσει να εξοικονομήσει όσο το δυνατό περισσότερα χρήματα. Έτσι, με τη δουλειά αυτή αλλά και με την οικονομική λιτότητα, που εκ των πραγμάτων θα επιβληθεί στην οικογένεια, ελπίζει να μπορέσουν οι Ρεϊζηδες να ορθοποδήσουν και πάλι.
Τα Κασιώτικα θρηνούν τους νεκρούς από το ναυάγιο της «Μαρίνας» και η γριά Ρεϊζαινα, η αστή καπετάνισσα, επισκέπτεται με τη Μαρίνα τα φτωχικά σπίτια των αδικοχαμένων ναυτικών, για να συλλυπηθούν τις οικογένειές τους. Εκεί, η Μαρίνα έρχεται αντιμέτωπη με έναν «άλλο κόσμο», έναν κόσμο, όχι μόνο υλικά διαφορετικό και υποδεέστερο, αλλά και με διαφορετικές νοοτροπίες από τις δικές της, ως προς τον έρωτα και το θάνατο, τη θλίψη και τη σωματική στέρηση.
Ο Γιάννης μπαρκάρει και αφήνει στο νησί τη Μαρίνα, την κόρη του, τη μητέρα του και στην Αθήνα τον αδερφό του το Μηνά. Η σχέση της πεθεράς και της Μαρίνας γίνεται όλο και πιο ψυχρή, η οικονομική λιτότητα πιέζει τη Μαρίνα, μα πιο πολύ από όλα την πιέζει το ασφυκτικό επαρχιώτικο περιβάλλον με τις μαυροφορεμένες και ανέραστες φιγούρες, η πλήξη, η μοναξιά και, προπαντός, η έλλειψη της ερωτικής συντροφιάς.
Στις σκέψεις και στη φαντασία της έρχεται και πάλι η ιδέα της πολυγαμίας, ακόμα και σαν «πείραμα», αφού η ίδια θεωρεί ότι παραμένει εξίσου όμορφη και επιθυμητή ερωτικά, όπως πρώτα. Διώχνει όμως απ’ το μυαλό της την ιδέα, επειδή αγαπά το Γιάννη, το μόνο άντρα που της χάρισε την πραγματική ηδονή. Αυτός όμως που φωλιάζει μέσα στο μυαλό της, αυτός που η παρουσία του, ακόμα κι αν δεν είναι εκεί, τη βασανίζει διαρκώς είναι κάποιος που στην πραγματικότητα δεν έχει βγει ποτέ από αυτό. Είναι ο Μηνάς που μπαίνει όλο και πιο απειλητικά, όλο και πιο τυραννικά, στη ζωή της.
Η πεθερά της Μαρίνας διαισθάνεται από καιρό ότι η σχέση της Μαρίνας με το Μηνά δεν είναι απλώς μια σχέση μεταξύ νύφης και κουνιάδου και δείχνει τους φόβους της για το κακό που προμηνύεται.
Ο ναρκισσισμός, ωστόσο, της Μαρίνας είναι μεγάλος. Εξακολουθεί να θέλει να προσελκύει τα βλέμματα των ανδρών, εξακολουθεί να θέλει να είναι όμορφη και επιθυμητή. Εξίσου μεγάλη είναι όμως και η μοναξιά της στο στενό επαρχιώτικο περιβάλλον της Σύρου, όπου ασφυκτιά όπως η αγαπημένη της ηρωίδα, η γαλλίδα Κυρία Μποβαρύ. Η αγωνία της για την ψυχική ισορροπία της Αννούλας, που παραμένει μαζί της εγκλωβισμένη στο Πισκοπιό, με μόνη συντροφιά τη γιαγιά της, ο φόβος του χρόνου που περνά, η απουσία της ερωτικής συντροφιάς, το δίλημμα της συζυγικής πίστης, η λαχτάρα της για ζωή, ο ασφυκτικός κλοιός της πεθεράς και του κοινωνικού περίγυρου, οι παρέες που πια την αποφεύγουν, όλα αυτά κάνουν τη ζωή της Μαρίνας βασανιστική.
Η μοναξιά και η πλήξη που νιώθει ένα βράδυ της Αποκριάς, μόνη στο Πισκοπιό ενώ όλοι οι άλλοι γλεντούν, σε συνδυασμό με τη δίψα της για έρωτα, τις φαντασιώσεις της και τα όνειρά της, στα οποία και πάλι μπαίνει ο Μηνάς, την κάνουν να χάσει την ψυχική της ισορροπία. Το Κακό φωλιάζει στο μυαλό της και, αφού ντύνει την Αννούλα Γρυπόμορφη Χίμαιρα για να πάει σ’ έναν παιδικό αποκριάτικο χορό, οι Ερινύες, το Ριζικό και η Μοίρα της την ωθούν να φύγει κρυφά από το σπίτι. Φτάνει σαν κυνηγημένη στην πόλη, πίνει, γλεντάει και κάνει σεξ μ’ έναν Ιταλό βαρκάρη σ’ ένα απόμερο μέρος του λιμανιού. Η Μαρίνα έχει ξεχάσει μεμιάς τα πάντα: και την Αννούλα και το Γιάννη.
Ωστόσο, κυριολεκτικά στην άλλη πλευρά της γης, στην Άπω Ανατολή, την ίδια στιγμή, ο Γιάννης έχει «δέσει» κάβους στη Σαϊγκόν. Ένα βράδυ, τον παρασύρει ένας φίλος του και, μπρος στη δύναμη της σάρκας και του αλκοόλ, αδυνατεί η μνήμη του για τη Μαρίνα, την οποία συλλογιόταν διαρκώς στο ταξίδι του, καταρρέει η εγκράτεια και ξαπλώνει με μια πόρνη του λιμανιού. Έπειτα, φεύγει από τη Σαϊγκόν για να συνεχίσει το ταξίδι του, αλλά καταμεσής του ωκεανού μαθαίνει ευχάριστα νέα: Ο συνέταιρός του του τηλεγραφεί ότι, επειδή οι δουλειές πήγαν πολύ καλά, μπορεί να γυρίσει στην Ελλάδα για να ρυθμίσει την αγορά καινούριου πλοίου. Ο Γιάννης τηλεγραφεί τα ευχάριστα νέα στη Μαρίνα. Αμέσως όμως μετά, στη «Χίμαιρα» συμβαίνει κάτι τραγικό: Πεθαίνει ο αγαπημένος μούτσος του καραβιού, νέος 16 χρονών.
Στη Σύρο τώρα, η Αννούλα επιστρέφει από το χορό, αναζητά τη μητέρα της, αλλά δεν τη βλέπει πουθενά. Η Μαρίνα, γεμάτη τύψεις, τρέχει να προλάβει να πάει στο σπίτι πριν ξυπνήσουν και την ανακαλύψουν. Μαθαίνει τα ευχάριστα νέα από το Γιάννη, τα χαράματα έξω από το σπίτι, αμέσως μετά την ερωτική της εκτόνωση με το βαρκάρη. Η Μαρίνα χρεώνει στο Ριζικό της την ατυχία που είχε, να μην φτάσει το τηλεγράφημα για τη γρήγορη επιστροφή του Γιάννη πριν φύγει το βράδυ από το σπίτι αλλά και πριν από την περιπέτειά της με τον Ιταλό. Ωστόσο, η μικρή Αννούλα έχει ήδη αποκοιμηθεί δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο. Όταν η Μαρίνα την αναζητά, η μικρή είναι μισοπεθαμένη από βαριά πνευμονία.
Ο Μηνάς τότε κατεβαίνει εσπευσμένα στη Σύρο. Η μητέρα του, που έχει καταλάβει τι έχει συμβεί, του τα εξηγεί όλα και εκείνος αρχίζει να μισεί τη Μαρίνα αλλά και, ταυτόχρονα, να την ποθεί παράφορα. Τη βλέπει σαν σάρκα που θέλει να τη γευτεί, ομολογώντας πλέον στον εαυτό του πόσο πολύ την ήθελε πάντα.
Η Αννούλα σώζεται από θαύμα, αλλά ο γιατρός προειδοποιεί πως, αν και ο κίνδυνος έχει περάσει, θα πρέπει κάποιος να μείνει δίπλα στη μικρή το βράδυ, για κάθε ενδεχόμενο. Αποφασίζει να μείνει η μητέρα της. Το βράδυ εκείνο, και ενώ όλοι κοιμούνταν, ο Μηνάς συναντά τη Μαρίνα στην κουζίνα και, μετά από σαδομαζοχιστική έξαρση, κάνουν παθιασμένο σεξ.
Η Αννούλα ωστόσο, κατά παράδοξο τρόπο και ενώ ήταν καλά, ψυχορραγεί και τρεμοσβήνει αβοήθητη. Φωνάζει τη μητέρα της να τη βοηθήσει, αλλά δεν την ακούει κανείς στο σπίτι: ούτε οι δύο εραστές, ούτε η γιαγιά της, ούτε η υπηρέτρια.
Η γριά Ρεϊζαινα, μετά από λίγο, ξυπνάει από έναν εφιάλτη και βρίσκει νεκρή την Αννούλα και γυμνούς τους δυο εραστές στο κρεβάτι.
Το πένθος για την οικογένεια είναι δυσβάσταχτο και η ντροπή τεράστια. Η γριά Ρεϊζαινα, ωστόσο, κρατά το μυστικό, αλλά με απίστευτη σκληρότητα διώχνει από το σπίτι τον αιμομίκτη γιο της.
Το όνειρο του Μηνά, να ταξιδέψει στα αγαπημένα του μέρη στη Νότιο Αμερική, δεν θα γίνει ποτέ πραγματικότητα. Στο ταξίδι του από τη Σύρο προς τον Πειραιά, κυνηγημένος από τις τύψεις και διωγμένος από την ίδια του τη μάνα, αυτοκτονεί πέφτοντας στη θάλασσα.
Η Μαρίνα μένει μόνη της με την πεθερά της και πέφτει σε βαθύ μαρασμό. Ούτε τρώει, ούτε μιλάει, παρά βρίσκεται όλη μέρα στο νεκροταφείο, στον τάφο της μικρής Αννούλας, που κείτεται δίπλα στον παππού της και το θείο της Μηνά.
Η ντροπή και ταυτόχρονα το δράμα για την οικογένεια των Ρεϊζηδων είναι όμως διπλά: Η Μαρίνα είναι ήδη έγκυος από το Μηνά. Αυτό βυθίζει τη Μαρίνα στην απόλυτη θλίψη, αφού δεν ξέρει τι να κάνει: Να «σκοτώσει» το παιδί της, που όμως το αγαπά γιατί είναι αίμα της, ή να πικράνει τον άντρα της. Από τότε δεν ξαναδιάβασε την αγαπημένη από τα εφηβικά της χρόνια Μήδεια.
Η σχέση της με την πεθερά της είναι πλέον μια σχέση μίσους και έχθρας, η τελευταία δε, χαίρεται για την κατάντια της Μαρίνας, θεωρώντας την «πτώση» της θεία δίκη.
Απέναντι στο δίλημμα να πικράνει τον μόνο άντρα που αγάπησε πραγματικά, το Γιάννη, η Μαρίνα αποφασίζει να κάνει άμβλωση μυστικά, στο σπίτι κάποιας γυναίκας στο νησί, αλλά την τελευταία στιγμή ένας καθολικός ιερέας, που τη γνωρίζει χωρίς αυτή να τον ξέρει, της το απαγορεύει.
Στο τέλος, η γριά Ρεϊζαινα λυπάται τη Μαρίνα και αποφασίζει να τη βοηθήσει, ακόμα και υλικά, να φύγει με κάποιο ραδιούργο τρόπο από το νησί. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό το κάνει για να μην πληγωθεί ο μοναδικός της πλέον γιος, που εκείνη τη στιγμή ταξιδεύει και σε λίγο φτάνει στη Σύρο.
Η Μαρίνα συμφωνεί να φυγαδευτεί από το νησί, για να μην «σκοτώσει» ούτε το παιδί που έχει μέσα της ούτε και τον άντρα της, που τόσο αγαπάει. Αποχαιρετά για τελευταία φορά τους νεκρούς Ρεϊζηδες στο νεκροταφείο.
Θέλει όμως την ύστατη στιγμή, λίγο πριν φύγει, να δει τον άντρα της να μπαίνει στο λιμάνι με τη «Χίμαιρα». Μόνο αυτός μπορεί να τη βοηθήσει, μόνο αυτός μπορεί να τη συγχωρέσει. Αποφασίζει να μη φύγει και σκέφτεται ή να μιλήσει στον άντρα της ή να πεθάνει. Η Μαρίνα ανεβαίνει σ’ ένα βράχο, για να δει να μπαίνει στο λιμάνι η «Χίμαιρα» με το Γιάννη.
Αναπολεί τις παλιές κι ευτυχισμένες μέρες, τότε που είχε πρωτογνωρίσει τη «Χίμαιρα». Θα ήθελε να μιλήσει στον άντρα της, να του ζητήσει συγχώρεση, αλλά δεν θέλει να τον πληγώσει. Για μια στιγμή σκέφτεται την αυτοκτονία, αλλά για χάρη του παιδιού που έχει μέσα της το μετανιώνει. Τα συναισθήματα για το παιδί που έχει μέσα της είναι αμφιθυμικά: Τη μια στιγμή το μισεί γιατί η ύπαρξή του την τυραννά, αφού της θυμίζει την αμαρτία της, αφού είναι αποτέλεσμα ενός στιγμιαίου πάθους κι αφού δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να συγκριθεί με την Αννούλα, που ήταν αποτέλεσμα αγάπης και έρωτα,. Την άλλη στιγμή υπερισχύει το μητρικό ένστικτο και θέλει να ζήσει μόνο για να το μεγαλώσει. Τα δυο διλήμματα είναι τραγικά.
Η «Χίμαιρα», αλλιώτικη πλέον από εκείνη που είχε πρωτογνωρίσει πριν από χρόνια στη Γαλλία, μπαίνει στο λιμάνι και ο Γιάννης, καπετάνιος, φαίνεται στην τιμονιέρα του καραβιού. Η Μαρίνα ορμάει προς τον γκρεμό, ορμάει προς τη «Χίμαιρα» και το Γιάννη και, παρακαλώντας τον να τη σώσει, πέφτει στο κενό. Η Μαρίνα και το αγέννητο παιδί της θα συναντήσουν εκεί την Αννούλα και το Μηνά.