Δημόσιος χώρος - Ιδιωτικός λόγος: Οι προσδοκίες του κοινού για τον ανδριάντα του Μ. Αλεξάνδρου στη Θεσσαλονίκη, Στυλιάνα Γκαλινίκη

Μέσα από την επιστολογραφία στον τοπικό Τύπο (1969-1971)

Η ίδρυση ανδριάντα με τη μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Θεσσαλονίκη προαναγγέλθηκε το 1965 με τη σύσταση ερανικής επιτροπής, κατά τη συνήθη πρακτική του παρελθόντος για τη δημιουργία καλλιτεχνικών έργων «εθνικής σημασίας»[1].
Οι σχετικές διαδικασίες, έως την τελική ανάθεση του έργου στον γλύπτη Ευάγγελο Μουστάκα και την τοποθέτηση του ανδριάντα στην παραλία της Θεσσαλονίκης, λαμβάνουν χώρα κατά τη δικτατορία και ολοκληρώνονται λίγο πριν από την πτώση της.
Από τις αρχές του 1969 και πριν ακόμη προκηρυχθεί ο καλλιτεχνικός διαγωνισμός, ξεκινάει μία έντονη επιστολογραφία στον τοπικό Τύπο, κυρίως στην εφημερίδα «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΒΟΡΡΑΣ», με θέμα το αναμενόμενο γλυπτό[2].
Είναι από τις σπάνιες φορές που ένα έργο τέχνης προορισμένο για δημόσιο χώρο αποκτά “μορφή” και “χώρο” μέσα από τον ιδιωτικό λόγο σε χρόνο πρωθύστερο της δημιουργίας του[3] και, μάλιστα, για χρονικό διάστημα περίπου τριών ετών. Οι αναγνώστες των εφημερίδων εγείρουν πιεστικά ερωτήματα για την καθυστέρηση της υλοποίησης του γλυπτού, εκφράζοντας παράλληλα τις απόψεις τους όχι μόνο για τη σημασία ενός τέτοιου έργου, αλλά και για το μέγεθος και τη μορφή του, τη χωροθέτησή του στον ιστό της πόλης, τις δράσεις που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν γύρω από αυτό. Κοινή μέριμνά τους είναι το μνημείο που θα ανεγερθεί να είναι εφάμιλλο του ιστορικού μεγέθους του Μ. Αλεξάνδρου και οπωσδήποτε να ενσαρκώνει τα εθνικά ιδεώδη και να εμπνέει πατριωτικά συναισθήματα. Διαπιστώνεται επιπλέον ότι, ως ένα βαθμό, οι απόψεις τους και η εμμονή τους όχι μόνο επηρεάζουν την πορεία των διαδικασιών αλλά υπαγορεύουν και τη μορφή του καλλιτεχνικού έργου –ή τουλάχιστον το επιχειρούν.
Μέσα από την έρευνα της επιστολογραφίας αυτής δίνεται η δυνατότητα να ανιχνευθούν οι προσδοκίες ενός κοινού ιδιαίτερου -ως προς τις ιδεολογικές καταβολές και τις αντιλήψεις για το αρχαίο παρελθόν- όχι μόνο σε ότι αφορά το έργο τέχνης αλλά και τη διαχείριση του δημόσιου χώρου που το φιλοξενεί. Πρόκειται για ένα κοινό που διεκδικεί το δικαίωμα της παρέμβασης σε αυτόν τον ξεχωριστό τομέα της δημόσιας ζωής, σε μια εποχή απαγορευτική μεν για κοινωνικές διεκδικήσεις, δεκτική όμως σε έναν λόγο που αρμόζει στα ιδεώδη του καθεστώτος. Πέρα από τις όποιες αντιφάσεις και τις ιδεολογικές παραμέτρους, ο ιδιωτικός λόγος γίνεται δημόσιος και διεκδικεί το δικαίωμα της σκηνογραφίας του δημόσιου χώρου, που ποτέ δεν παύει να είναι και ιδιωτικός.

[1] Για ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας της δημόσιας γλυπτικής, του μνημείου ως φορέα εθνικών αξιών και το ρόλο του κοινού-δέκτη, βλ. Τσιάρα Συραγώ, Τοπία της Εθνικής μνήμης: Ιστορίες της Μακεδονίας γραμμένες σε μάρμαρο, Αθήνα: Κλειδάριθμος, 2004, σελ. 15-49.
[2] Ενδεικτικά βλ. Εφημερίδα ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΒΟΡΡΑΣ, αρ. φ. 4618)214, 4-4-1969, σελ. 2, στήλη “Στο περιθώριο της επικαιρότητος”.
[3] Για την υποδοχή του καλλιτεχνικού έργου βλ. το ομώνυμο κεφάλαιο στο Κωτίδης Αντώνης, Μοντερνισμός και “Παράδοση” στην ελληνική τέχνη του μεσοπολέμου, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 1993, σελ. 45-99.

Αφήγηση και χώρος: Ζητήματα συνάρθρωσης του χρόνου και του υποκειμένου, Θέμης Ανδριόπουλος

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ ΤΟΥ Μ.ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ

Η αφήγηση αρχίζει με ένα καράβι να διασχίζει τη νοτιοανατολική Πελοπόννησο και να κατευθύνεται από τα παράλια της Λακωνίας και το Μυρτώο Πέλαγος προς το Αιγαίο και συγκεκριμένα προς τις Κυκλάδες.
Πάνω στο καράβι, η Μαρίνα Μπαρέ και ο άντρας της Γιάννης Ρεϊζης, καπετάνιος και ιδιοκτήτης του καραβιού, αγναντεύουν το πέλαγος και τα νησιά, καθώς περνούν από δίπλα τους. Η Μαρίνα, κοιτώντας το Αιγαίο, κάνει μια αναδρομή στο παρελθόν της, από τα παιδικά της χρόνια στη Ρουέν της Γαλλίας, μέχρι και τη γνωριμία της με το Γιάννη.
Στην αρχή θυμήθηκε τους καβγάδες των γονιών της, επειδή ο πατέρας της υποψιαζόταν την παράνομη ερωτική ζωή της μητέρας της. Έπειτα, τη σχέση της με τον πατέρα της που τον έβλεπε σπάνια, γιατί υπηρετούσε αξιωματικός στην Αφρική. Θυμήθηκε το θάνατό του, την είσοδό της στην εφηβεία. Μετά ήρθε στο μυαλό της η ερωτικά αχαλίνωτη ζωή της μητέρας της, η οποία, μετά το θάνατο του άντρα της, έγινε πόρνη και άρχισε να δέχεται πελάτες στο σπίτι. Σκεφτόταν η Μαρίνα την περιφρόνηση των φιλενάδων της και των συμμαθητριών της, που γνώριζαν τον έκλυτο βίο της μητέρας της και σχολίαζαν διαρκώς το επάγγελμά της. Θυμήθηκε την απέχθεια που έτρεφε προς το πρόσωπο της μητέρας της, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο.
Μετά θυμήθηκε τη συντροφιά που έκανε με έναν φοιτητή που, ενώ του άρεσε, εκείνος δείλιαζε και έπειτα την ερωτική συνεύρεσή της στο λιμάνι μ’ έναν άγνωστο μεθυσμένο, που την πλήρωσε για το σεξ που του προσέφερε, αποκτώντας έτσι τα πρώτα δικά της χρήματα. Δύο χρόνια μετά το συμβάν αυτό, η Μαρίνα είχε και την πρώτη «φυσιολογική» ερωτική περιπέτεια με έναν συμφοιτητή της. Από τη σύντομη αυτή σχέση, ωστόσο, δεν μπόρεσε να απολαύσει την ηδονή του έρωτα.
Χωρίς οικογένεια, χωρίς φίλες και νιώθοντας μεγάλη μοναξιά, η μοναδική της διέξοδος ήταν πλέον οι σπουδές της στα αρχαία ελληνικά. Οι πνευματικές της ανησυχίες την οδήγησαν σε μια διατριβή που αφορούσε στη «Μήδεια» του Ευριπίδη, που ήταν για τη Μαρίνα το μεγάλο της πάθος. Πέρα από τα πνευματικά αυτά ενδιαφέροντα, εκείνη την περίοδο άρχισε να την κατατρέχει και μια άλλη παράταιρη σκέψη: η πορνεία ως επαγγελματική προοπτική.
Ύστερα ήρθε ο θάνατος της μητέρας της, η οποία με το επάγγελμα της πόρνης κατάφερε ν’ αφήσει στη Μαρίνα μια ολόκληρη περιουσία. Έτσι πλέον, η όμορφη Γαλλίδα μπορεί να ζήσει με μεγάλη άνεση. Τώρα, έστω και μετά θάνατο, το μίσος για τη μητέρα της υποκαταστάθηκε από την αγάπη και τη συγχώρεση.
Ο επόμενος ερωτικός σταθμός της ήταν ένας βαρόνος, αλλά και εκείνη η σχέση της δεν κράτησε πολύ και δεν της έδωσε την παραμικρή ηδονή. Έτσι, αρχίζει να προβληματίζεται μήπως τελικά έχει κάποιο οργανικό πρόβλημα και γι’ αυτό δεν νιώθει ηδονή.
Έπειτα, καθώς η Μαρίνα σκέφτεται το παρελθόν της, θυμάται και επαναλαμβάνει διαρκώς πόσο όμορφη ήταν τότε, ως έφηβη και ως φοιτήτρια, και ότι την ομορφιά της αυτή την έχει κληρονομήσει από τη μητέρα της, που ήταν κι αυτή μια εξίσου πολύ όμορφη γυναίκα. Η Μαρίνα ήταν ήδη από τα εφηβικά της χρόνια μια πολύ ελκυστική και ποθητή γυναίκα.
Τέλος, θυμήθηκε την πρώτη της συνάντηση με το Γιάννη Ρεϊζη, τον Έλληνα εφοπλιστή από τη Σύρο, όταν σε μια βόλτα της στο λιμάνι της Ρουέν πρωτοείδε τη «Χίμαιρα», το καράβι που είχε «δέσει» εκεί για λίγες μέρες. Επάνω στο καράβι τον γνώρισε, εκεί τον ερωτεύτηκε, μέσα στην καμπίνα του ένιωσε την απόλυτη ηδονή, που δεν είχε νιώσει μέχρι τότε από κανέναν, αυτόν αγάπησε και τώρα πλέον ταξιδεύουν με τη «Χίμαιρα», και το Γιάννη καπετάνιο, για τη Σύρο.
Εκεί, στο κατάστρωμα της «Χίμαιρας» και καθώς πλησιάζουν στο νησί, η Μαρίνα μαθαίνει από το Γιάννη και στοιχεία από τη δική του προσωπική ιστορία.
Ο Γιάννης είναι γόνος εφοπλιστικής οικογένειας, κατάγεται από την Κάσο και ζει με τη μητέρα του στο Πισκοπιό (Επισκοπείο) της Σύρου, και πιο συγκεκριμένα σε μια παροικία των Κασιωτών, τα Κασιώτικα. Όταν πεθαίνει ο πατέρας του, ο Γιάννης αφήνει το Πολυτεχνείο, αγοράζει ένα ποσοστό από ένα καράβι και μπαρκάρει δόκιμος. Ο Γιάννης, από την αρχή, δεν ήθελε να σπουδάσει. Η θάλασσα ήταν πάντα η αγάπη του και τώρα ήρθε η στιγμή να κάνει την αγάπη του αυτή επάγγελμα. Έτσι γίνεται θαλασσινός, παίρνει δίπλωμα πρώτου πλοιάρχου, αυξάνει τα κέρδη του, αγοράζει ολόκληρο το καράβι και, με το μερίδιο του μικρότερου αδερφού του, του Μηνά που σπουδάζει στη Νομική της Αθήνας, κάνουν μια εταιρεία, πουλάνε το παλιό και αγοράζουν καινούριο καράβι που το ονομάζουν «Χίμαιρα». Σε ένα από τα ταξίδια του με τη «Χίμαιρα» φτάνει και στο λιμάνι της Ρουέν, όπου γνωρίζει τη Μαρίνα.
Τώρα πλέον, ο Γιάννης και η Μαρίνα, έχοντας φύγει από τη Γαλλία, κατευθύνονται προς την πρωτεύουσα των Κυκλάδων. Το Ριζικό της Μαρίνας την έφερε λοιπόν στη Σύρο, όπου παντρεύεται το Γιάννη, ενώνουν τις περιουσίες τους και αγοράζουν ένα καινούργιο καράβι με το όνομα «Μαρίνα».
Και φυσικά, η Μαρίνα Μπαρέ γνωρίζει και τη μητέρα του Γιάννη. Μεταξύ τους αναπτύσσεται από την αρχή μια ανταγωνιστική σχέση, καθώς τις χωρίζουν, εκτός από την ηλικία, και οι εθνοφυλετικές διαφορές, που αντανακλούν και διαφορές στη νοοτροπία τους. Η Μαρίνα, μια Ευρωπαία, νέα και δροσερή γυναίκα, μορφωμένη, με πλούσιο παρελθόν και ανοιχτό μυαλό και η γριά Ρεϊζαινα, μια κλασική μαυροφορεμένη και γερασμένη φιγούρα του κυκλαδίτικου νησιού, με υπερβολική αγάπη στα δυο της παιδιά, μια γυναίκα που θέλει να ελέγχει όλα όσα συμβαίνουν στον οίκο της, γεμάτη καχυποψία για κάθε τι ξένο και άγνωστο ,ιδιαίτερα δε για την πρώτη νύφη της, που είναι και ξένη, από έναν άγνωστο τόπο, με ένα άγνωστο παρελθόν. Ο Γιάννης, σε αντίθεση με τη μητέρα του, αποδέχεται αμέσως αυτό το άγνωστο ερωτικό παρελθόν της Μαρίνας χωρίς να ρωτήσει λεπτομέρειες γι’ αυτό και το επιβάλλει στη μητέρα του.
Η Μαρίνα γνωρίζει και το μικρό αδερφό του Γιάννη, το Μηνά. Ο Μηνάς είναι εξίσου όμορφος με το Γιάννη, με μια διαφορετική όμως, πιο λεπτεπίλεπτη ομορφιά. Εκτός αυτού, ο Μηνάς είναι και ο διανοούμενος της οικογένειας, ένα ταλέντο στη νομική επιστήμη, ένας άντρας με ποικίλα ενδιαφέροντα, όπως η ποίηση, η λογοτεχνία και η αρχαιολογία, σε αντίθεση με το Γιάννη που είναι πιο πραχτικός άνθρωπος, χωρίς καμία έφεση στην κουλτούρα. Ο Γιάννης ασχολείται πιο πολύ με τη διαχείριση των οικονομικών της οικογένειας και τον ενδιαφέρει ο τρόπος που θα επεκτείνει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.
Η Μαρίνα συμπαθεί από την πρώτη στιγμή το Μηνά, γιατί βρίσκει αμέσως κοινά ενδιαφέροντα μαζί του. Βρίσκει αυτό που έλειπε από το Γιάννη: πνευματικότητα και καλλιέργεια. Έτσι, αρχίζουν να αλληλογραφούν. Από εκείνη τη στιγμή ο Μηνάς μπαίνει στη ζωή της.
Η ζωή της Μαρίνας στη Σύρο κυλάει ευχάριστα. Προσπαθεί να μάθει όσο καλύτερα μπορεί τα ελληνικά, πράγμα που το καταφέρνει πολύ καλά διαβάζοντας ελληνική λογοτεχνία και κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα. Το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας το αφιερώνει στο διάβασμα. τόσο της αρχαίας όσο και της σύγχρονης ελληνικής πνευματικής παραγωγής. Συναναστρέφεται με φιλικές οικογένειες των Ρεϊζηδων και, κυρίως, περνάει όμορφες στιγμές με το Γιάννη, ο οποίος δεν μπαρκάρει στα καράβια, αλλά δουλεύει ως διευθυντής σε υποκατάστημα ναυτιλιακής εταιρείας στη Σύρο. Κάνει μαζί του ταξίδια στην Ευρώπη. Βρίσκει ευκαιρίες να απολαύσει τη θάλασσα και το ψάρεμα και χαίρεται, μαζί το Γιάννη, τις αποδράσεις στις Κυκλάδες, όπου ζει έντονες ερωτικές στιγμές μαζί του, που δεν έχει ξαναζήσει ποτέ άλλοτε. Η περίπτωση, ωστόσο, της πολυγαμικής ζωής την απασχολεί, ακόμα και σαν «πείραμα» του μυαλού της.
Και σ’ αυτό «το πείραμα», η σκέψη της και η φαντασία της επιστρέφουν διαρκώς, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, συνειδητά ή ασυνείδητα, στο Μηνά. Ο συνδυασμός της ομορφιάς του με την πνευματικότητα που τον διακρίνει την έχει αναστατώσει. Η Μαρίνα έχει έναν υπέρμετρο ναρκισσισμό, επαναλαμβάνει διαρκώς στον εαυτό της το πόσο όμορφη και επιθυμητή εξακολουθεί να είναι, ακόμα και τώρα που δεν είναι πλέον έφηβη.
Η Μαρίνα αποφασίζει να κάνει για πρώτη φορά ένα ταξίδι αναψυχής στην Αθήνα και, με την ευκαιρία αυτή, να επισκεφτεί και το Μηνά στο σπίτι του. Τον επισκέπτεται και στην αρχή κάνουν μαζί έναν περίπατο στην Ακρόπολη. Εκεί, γίνονται έκδηλα τόσο ο ναρκισσισμός όσο και η ζήλια της Μαρίνας, όταν ο Μηνάς της λέει, μεταξύ σοβαρού και αστείου, πως η γυναίκα που αγαπά πραγματικά είναι μια Καρυάτιδα. Επιστρέφουν μετά στο σπίτι και ο Μηνάς, εκστασιασμένος, της απαγγέλλει στίχους του Παλαμά. Εκείνη, ενθουσιασμένη όσο ποτέ από την πνευματική επικοινωνία, που τόσο της έλειπε αλλά και από το ερωτικό περιεχόμενο των στίχων, ριγεί και συγκινείται.
Μετά από μια νυχτερινή έξοδο για φαγητό, ο Μηνάς εξακολουθεί, μετά και από την προτροπή της Μαρίνας, να απαγγέλλει στίχους. Εκείνη εκστασιάζεται και πάλι και νιώθει ευτυχισμένη. Το κλίμα ανάμεσά τους έχει γίνει, ήδη από το σπίτι του Μηνά, πολύ ερωτικό. Οι δυο τους εκείνες τις στιγμές βρίσκονται ερωτικά στην «κόψη του ξυραφιού», ο καθένας όμως αντιλαμβάνεται ενδόμυχα τα όριά του, τα όρια που υπάρχουν έτσι κι αλλιώς μεταξύ τους, λόγω της συγγένειάς τους. Έτσι, τα πράγματα μεταξύ τους μένουν ως έχουν.
Η σχέση της Μαρίνας και του Μηνά παραμένει φιλική και αδερφική και εστιάζεται στην μεταξύ τους πνευματική επικοινωνία. Ο μικρότερος αδερφός συμπληρώνει τον «ελλειμματικό» σ’ αυτόν τον τομέα Γιάννη, «έλλειψη» που νιώθει άλλωστε και ο ίδιος ο Γιάννης, αλλά δεν μπορεί να αναπληρώσει. Η Μαρίνα αναρωτιέται για το ποιο θα ήταν το Ριζικό της αν γνώριζε πρώτα το Μηνά και όχι το Γιάννη.
Η αφήγηση μας πάει έξι χρόνια μετά. Η Μαρίνα δεν έχει χάσει το παραμικρό από την ομορφιά της, έχει ήδη μια κόρη δύο ετών, την Αννούλα, στην οποία και αφιερώνεται. Η σχέση της με την πεθερά της γίνεται όλο και πιο δύσκολη, καθώς οι διαφορές στη νοοτροπία τους γίνονται πιο έκδηλες και η γιαγιά προσπαθεί με πλάγιους τρόπους να γαλουχήσει την εγγονή της. Ο Μηνάς λείπει εδώ και τέσσερα χρόνια για σπουδές στη Γερμανία, χωρίς ωστόσο να έχει επιστρέψει στην Ελλάδα ούτε μια φορά, να δει έστω τη μητέρα του, προβάλλοντας διαρκώς δικαιολογίες . Επιστρέφει, ωστόσο, για να διεκδικήσει θέση υφηγητή στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, πράγμα που το πετυχαίνει.
Γνωστή οικογένεια της Σύρου οργανώνει δεξίωση προς τιμήν του Μηνά, όπου παρευρίσκεται όλη η καλή κοινωνία της Σύρου. Η Μαρίνα χορεύει μαζί του και νιώθει ξανά έναν έντονο ερωτισμό. Στη δεξίωση η Μαρίνα, από τη μια ζηλεύει που ο Μηνάς φλερτάρει άσκοπα με μια άλλη γυναίκα και, από την άλλη τον επιπλήττει γιατί δεν πρέπει να κοροϊδεύει μια κοπέλα, εάν δεν έχει «καλό σκοπό». Η σκέψη που έκανε τη μέρα, να μετακομίσει με το Γιάννη στην Αθήνα, ακυρώνεται το βράδυ από τη ζήλια της και ο φόβος της μοναξιάς την πνίγει ανελέητα. Το Ριζικό της Μαρίνας δεν μπορεί να την αποτρέψει από αυτόν που την έχει συγκλονίσει από τη μέρα που τον γνώρισε.
Το ίδιο βράδυ του χορού, το πιο καινούριο από τα πλοία των Ρεϊζηδων, η «Μαρίνα», βουλιάζει στο βόρειο Ατλαντικό και η οικογένεια αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της πτώχευσης. Μπροστά σ’ αυτόν τον κίνδυνο, ο Γιάννης αποφασίζει να μπαρκάρει ο ίδιος ως καπετάνιος στο άλλο καράβι, τη «Χίμαιρα», για να μπορέσει να εξοικονομήσει όσο το δυνατό περισσότερα χρήματα. Έτσι, με τη δουλειά αυτή αλλά και με την οικονομική λιτότητα, που εκ των πραγμάτων θα επιβληθεί στην οικογένεια, ελπίζει να μπορέσουν οι Ρεϊζηδες να ορθοποδήσουν και πάλι.
Τα Κασιώτικα θρηνούν τους νεκρούς από το ναυάγιο της «Μαρίνας» και η γριά Ρεϊζαινα, η αστή καπετάνισσα, επισκέπτεται με τη Μαρίνα τα φτωχικά σπίτια των αδικοχαμένων ναυτικών, για να συλλυπηθούν τις οικογένειές τους. Εκεί, η Μαρίνα έρχεται αντιμέτωπη με έναν «άλλο κόσμο», έναν κόσμο, όχι μόνο υλικά διαφορετικό και υποδεέστερο, αλλά και με διαφορετικές νοοτροπίες από τις δικές της, ως προς τον έρωτα και το θάνατο, τη θλίψη και τη σωματική στέρηση.
Ο Γιάννης μπαρκάρει και αφήνει στο νησί τη Μαρίνα, την κόρη του, τη μητέρα του και στην Αθήνα τον αδερφό του το Μηνά. Η σχέση της πεθεράς και της Μαρίνας γίνεται όλο και πιο ψυχρή, η οικονομική λιτότητα πιέζει τη Μαρίνα, μα πιο πολύ από όλα την πιέζει το ασφυκτικό επαρχιώτικο περιβάλλον με τις μαυροφορεμένες και ανέραστες φιγούρες, η πλήξη, η μοναξιά και, προπαντός, η έλλειψη της ερωτικής συντροφιάς.
Στις σκέψεις και στη φαντασία της έρχεται και πάλι η ιδέα της πολυγαμίας, ακόμα και σαν «πείραμα», αφού η ίδια θεωρεί ότι παραμένει εξίσου όμορφη και επιθυμητή ερωτικά, όπως πρώτα. Διώχνει όμως απ’ το μυαλό της την ιδέα, επειδή αγαπά το Γιάννη, το μόνο άντρα που της χάρισε την πραγματική ηδονή. Αυτός όμως που φωλιάζει μέσα στο μυαλό της, αυτός που η παρουσία του, ακόμα κι αν δεν είναι εκεί, τη βασανίζει διαρκώς είναι κάποιος που στην πραγματικότητα δεν έχει βγει ποτέ από αυτό. Είναι ο Μηνάς που μπαίνει όλο και πιο απειλητικά, όλο και πιο τυραννικά, στη ζωή της.
Η πεθερά της Μαρίνας διαισθάνεται από καιρό ότι η σχέση της Μαρίνας με το Μηνά δεν είναι απλώς μια σχέση μεταξύ νύφης και κουνιάδου και δείχνει τους φόβους της για το κακό που προμηνύεται.
Ο ναρκισσισμός, ωστόσο, της Μαρίνας είναι μεγάλος. Εξακολουθεί να θέλει να προσελκύει τα βλέμματα των ανδρών, εξακολουθεί να θέλει να είναι όμορφη και επιθυμητή. Εξίσου μεγάλη είναι όμως και η μοναξιά της στο στενό επαρχιώτικο περιβάλλον της Σύρου, όπου ασφυκτιά όπως η αγαπημένη της ηρωίδα, η γαλλίδα Κυρία Μποβαρύ. Η αγωνία της για την ψυχική ισορροπία της Αννούλας, που παραμένει μαζί της εγκλωβισμένη στο Πισκοπιό, με μόνη συντροφιά τη γιαγιά της, ο φόβος του χρόνου που περνά, η απουσία της ερωτικής συντροφιάς, το δίλημμα της συζυγικής πίστης, η λαχτάρα της για ζωή, ο ασφυκτικός κλοιός της πεθεράς και του κοινωνικού περίγυρου, οι παρέες που πια την αποφεύγουν, όλα αυτά κάνουν τη ζωή της Μαρίνας βασανιστική.
Η μοναξιά και η πλήξη που νιώθει ένα βράδυ της Αποκριάς, μόνη στο Πισκοπιό ενώ όλοι οι άλλοι γλεντούν, σε συνδυασμό με τη δίψα της για έρωτα, τις φαντασιώσεις της και τα όνειρά της, στα οποία και πάλι μπαίνει ο Μηνάς, την κάνουν να χάσει την ψυχική της ισορροπία. Το Κακό φωλιάζει στο μυαλό της και, αφού ντύνει την Αννούλα Γρυπόμορφη Χίμαιρα για να πάει σ’ έναν παιδικό αποκριάτικο χορό, οι Ερινύες, το Ριζικό και η Μοίρα της την ωθούν να φύγει κρυφά από το σπίτι. Φτάνει σαν κυνηγημένη στην πόλη, πίνει, γλεντάει και κάνει σεξ μ’ έναν Ιταλό βαρκάρη σ’ ένα απόμερο μέρος του λιμανιού. Η Μαρίνα έχει ξεχάσει μεμιάς τα πάντα: και την Αννούλα και το Γιάννη.
Ωστόσο, κυριολεκτικά στην άλλη πλευρά της γης, στην Άπω Ανατολή, την ίδια στιγμή, ο Γιάννης έχει «δέσει» κάβους στη Σαϊγκόν. Ένα βράδυ, τον παρασύρει ένας φίλος του και, μπρος στη δύναμη της σάρκας και του αλκοόλ, αδυνατεί η μνήμη του για τη Μαρίνα, την οποία συλλογιόταν διαρκώς στο ταξίδι του, καταρρέει η εγκράτεια και ξαπλώνει με μια πόρνη του λιμανιού. Έπειτα, φεύγει από τη Σαϊγκόν για να συνεχίσει το ταξίδι του, αλλά καταμεσής του ωκεανού μαθαίνει ευχάριστα νέα: Ο συνέταιρός του του τηλεγραφεί ότι, επειδή οι δουλειές πήγαν πολύ καλά, μπορεί να γυρίσει στην Ελλάδα για να ρυθμίσει την αγορά καινούριου πλοίου. Ο Γιάννης τηλεγραφεί τα ευχάριστα νέα στη Μαρίνα. Αμέσως όμως μετά, στη «Χίμαιρα» συμβαίνει κάτι τραγικό: Πεθαίνει ο αγαπημένος μούτσος του καραβιού, νέος 16 χρονών.
Στη Σύρο τώρα, η Αννούλα επιστρέφει από το χορό, αναζητά τη μητέρα της, αλλά δεν τη βλέπει πουθενά. Η Μαρίνα, γεμάτη τύψεις, τρέχει να προλάβει να πάει στο σπίτι πριν ξυπνήσουν και την ανακαλύψουν. Μαθαίνει τα ευχάριστα νέα από το Γιάννη, τα χαράματα έξω από το σπίτι, αμέσως μετά την ερωτική της εκτόνωση με το βαρκάρη. Η Μαρίνα χρεώνει στο Ριζικό της την ατυχία που είχε, να μην φτάσει το τηλεγράφημα για τη γρήγορη επιστροφή του Γιάννη πριν φύγει το βράδυ από το σπίτι αλλά και πριν από την περιπέτειά της με τον Ιταλό. Ωστόσο, η μικρή Αννούλα έχει ήδη αποκοιμηθεί δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο. Όταν η Μαρίνα την αναζητά, η μικρή είναι μισοπεθαμένη από βαριά πνευμονία.
Ο Μηνάς τότε κατεβαίνει εσπευσμένα στη Σύρο. Η μητέρα του, που έχει καταλάβει τι έχει συμβεί, του τα εξηγεί όλα και εκείνος αρχίζει να μισεί τη Μαρίνα αλλά και, ταυτόχρονα, να την ποθεί παράφορα. Τη βλέπει σαν σάρκα που θέλει να τη γευτεί, ομολογώντας πλέον στον εαυτό του πόσο πολύ την ήθελε πάντα.
Η Αννούλα σώζεται από θαύμα, αλλά ο γιατρός προειδοποιεί πως, αν και ο κίνδυνος έχει περάσει, θα πρέπει κάποιος να μείνει δίπλα στη μικρή το βράδυ, για κάθε ενδεχόμενο. Αποφασίζει να μείνει η μητέρα της. Το βράδυ εκείνο, και ενώ όλοι κοιμούνταν, ο Μηνάς συναντά τη Μαρίνα στην κουζίνα και, μετά από σαδομαζοχιστική έξαρση, κάνουν παθιασμένο σεξ.
Η Αννούλα ωστόσο, κατά παράδοξο τρόπο και ενώ ήταν καλά, ψυχορραγεί και τρεμοσβήνει αβοήθητη. Φωνάζει τη μητέρα της να τη βοηθήσει, αλλά δεν την ακούει κανείς στο σπίτι: ούτε οι δύο εραστές, ούτε η γιαγιά της, ούτε η υπηρέτρια.
Η γριά Ρεϊζαινα, μετά από λίγο, ξυπνάει από έναν εφιάλτη και βρίσκει νεκρή την Αννούλα και γυμνούς τους δυο εραστές στο κρεβάτι.
Το πένθος για την οικογένεια είναι δυσβάσταχτο και η ντροπή τεράστια. Η γριά Ρεϊζαινα, ωστόσο, κρατά το μυστικό, αλλά με απίστευτη σκληρότητα διώχνει από το σπίτι τον αιμομίκτη γιο της.
Το όνειρο του Μηνά, να ταξιδέψει στα αγαπημένα του μέρη στη Νότιο Αμερική, δεν θα γίνει ποτέ πραγματικότητα. Στο ταξίδι του από τη Σύρο προς τον Πειραιά, κυνηγημένος από τις τύψεις και διωγμένος από την ίδια του τη μάνα, αυτοκτονεί πέφτοντας στη θάλασσα.
Η Μαρίνα μένει μόνη της με την πεθερά της και πέφτει σε βαθύ μαρασμό. Ούτε τρώει, ούτε μιλάει, παρά βρίσκεται όλη μέρα στο νεκροταφείο, στον τάφο της μικρής Αννούλας, που κείτεται δίπλα στον παππού της και το θείο της Μηνά.
Η ντροπή και ταυτόχρονα το δράμα για την οικογένεια των Ρεϊζηδων είναι όμως διπλά: Η Μαρίνα είναι ήδη έγκυος από το Μηνά. Αυτό βυθίζει τη Μαρίνα στην απόλυτη θλίψη, αφού δεν ξέρει τι να κάνει: Να «σκοτώσει» το παιδί της, που όμως το αγαπά γιατί είναι αίμα της, ή να πικράνει τον άντρα της. Από τότε δεν ξαναδιάβασε την αγαπημένη από τα εφηβικά της χρόνια Μήδεια.
Η σχέση της με την πεθερά της είναι πλέον μια σχέση μίσους και έχθρας, η τελευταία δε, χαίρεται για την κατάντια της Μαρίνας, θεωρώντας την «πτώση» της θεία δίκη.
Απέναντι στο δίλημμα να πικράνει τον μόνο άντρα που αγάπησε πραγματικά, το Γιάννη, η Μαρίνα αποφασίζει να κάνει άμβλωση μυστικά, στο σπίτι κάποιας γυναίκας στο νησί, αλλά την τελευταία στιγμή ένας καθολικός ιερέας, που τη γνωρίζει χωρίς αυτή να τον ξέρει, της το απαγορεύει.
Στο τέλος, η γριά Ρεϊζαινα λυπάται τη Μαρίνα και αποφασίζει να τη βοηθήσει, ακόμα και υλικά, να φύγει με κάποιο ραδιούργο τρόπο από το νησί. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό το κάνει για να μην πληγωθεί ο μοναδικός της πλέον γιος, που εκείνη τη στιγμή ταξιδεύει και σε λίγο φτάνει στη Σύρο.
Η Μαρίνα συμφωνεί να φυγαδευτεί από το νησί, για να μην «σκοτώσει» ούτε το παιδί που έχει μέσα της ούτε και τον άντρα της, που τόσο αγαπάει. Αποχαιρετά για τελευταία φορά τους νεκρούς Ρεϊζηδες στο νεκροταφείο.
Θέλει όμως την ύστατη στιγμή, λίγο πριν φύγει, να δει τον άντρα της να μπαίνει στο λιμάνι με τη «Χίμαιρα». Μόνο αυτός μπορεί να τη βοηθήσει, μόνο αυτός μπορεί να τη συγχωρέσει. Αποφασίζει να μη φύγει και σκέφτεται ή να μιλήσει στον άντρα της ή να πεθάνει. Η Μαρίνα ανεβαίνει σ’ ένα βράχο, για να δει να μπαίνει στο λιμάνι η «Χίμαιρα» με το Γιάννη.
Αναπολεί τις παλιές κι ευτυχισμένες μέρες, τότε που είχε πρωτογνωρίσει τη «Χίμαιρα». Θα ήθελε να μιλήσει στον άντρα της, να του ζητήσει συγχώρεση, αλλά δεν θέλει να τον πληγώσει. Για μια στιγμή σκέφτεται την αυτοκτονία, αλλά για χάρη του παιδιού που έχει μέσα της το μετανιώνει. Τα συναισθήματα για το παιδί που έχει μέσα της είναι αμφιθυμικά: Τη μια στιγμή το μισεί γιατί η ύπαρξή του την τυραννά, αφού της θυμίζει την αμαρτία της, αφού είναι αποτέλεσμα ενός στιγμιαίου πάθους κι αφού δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να συγκριθεί με την Αννούλα, που ήταν αποτέλεσμα αγάπης και έρωτα,. Την άλλη στιγμή υπερισχύει το μητρικό ένστικτο και θέλει να ζήσει μόνο για να το μεγαλώσει. Τα δυο διλήμματα είναι τραγικά.
Η «Χίμαιρα», αλλιώτικη πλέον από εκείνη που είχε πρωτογνωρίσει πριν από χρόνια στη Γαλλία, μπαίνει στο λιμάνι και ο Γιάννης, καπετάνιος, φαίνεται στην τιμονιέρα του καραβιού. Η Μαρίνα ορμάει προς τον γκρεμό, ορμάει προς τη «Χίμαιρα» και το Γιάννη και, παρακαλώντας τον να τη σώσει, πέφτει στο κενό. Η Μαρίνα και το αγέννητο παιδί της θα συναντήσουν εκεί την Αννούλα και το Μηνά.