Δημόσιος χώρος - Ιδιωτικός λόγος: Οι προσδοκίες του κοινού για τον ανδριάντα του Μ. Αλεξάνδρου στη Θεσσαλονίκη, Στυλιάνα Γκαλινίκη

Μέσα από την επιστολογραφία στον τοπικό Τύπο (1969-1971)

Η ίδρυση ανδριάντα με τη μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Θεσσαλονίκη προαναγγέλθηκε το 1965 με τη σύσταση ερανικής επιτροπής, κατά τη συνήθη πρακτική του παρελθόντος για τη δημιουργία καλλιτεχνικών έργων «εθνικής σημασίας»[1].
Οι σχετικές διαδικασίες, έως την τελική ανάθεση του έργου στον γλύπτη Ευάγγελο Μουστάκα και την τοποθέτηση του ανδριάντα στην παραλία της Θεσσαλονίκης, λαμβάνουν χώρα κατά τη δικτατορία και ολοκληρώνονται λίγο πριν από την πτώση της.
Από τις αρχές του 1969 και πριν ακόμη προκηρυχθεί ο καλλιτεχνικός διαγωνισμός, ξεκινάει μία έντονη επιστολογραφία στον τοπικό Τύπο, κυρίως στην εφημερίδα «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΒΟΡΡΑΣ», με θέμα το αναμενόμενο γλυπτό[2].
Είναι από τις σπάνιες φορές που ένα έργο τέχνης προορισμένο για δημόσιο χώρο αποκτά “μορφή” και “χώρο” μέσα από τον ιδιωτικό λόγο σε χρόνο πρωθύστερο της δημιουργίας του[3] και, μάλιστα, για χρονικό διάστημα περίπου τριών ετών. Οι αναγνώστες των εφημερίδων εγείρουν πιεστικά ερωτήματα για την καθυστέρηση της υλοποίησης του γλυπτού, εκφράζοντας παράλληλα τις απόψεις τους όχι μόνο για τη σημασία ενός τέτοιου έργου, αλλά και για το μέγεθος και τη μορφή του, τη χωροθέτησή του στον ιστό της πόλης, τις δράσεις που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν γύρω από αυτό. Κοινή μέριμνά τους είναι το μνημείο που θα ανεγερθεί να είναι εφάμιλλο του ιστορικού μεγέθους του Μ. Αλεξάνδρου και οπωσδήποτε να ενσαρκώνει τα εθνικά ιδεώδη και να εμπνέει πατριωτικά συναισθήματα. Διαπιστώνεται επιπλέον ότι, ως ένα βαθμό, οι απόψεις τους και η εμμονή τους όχι μόνο επηρεάζουν την πορεία των διαδικασιών αλλά υπαγορεύουν και τη μορφή του καλλιτεχνικού έργου –ή τουλάχιστον το επιχειρούν.
Μέσα από την έρευνα της επιστολογραφίας αυτής δίνεται η δυνατότητα να ανιχνευθούν οι προσδοκίες ενός κοινού ιδιαίτερου -ως προς τις ιδεολογικές καταβολές και τις αντιλήψεις για το αρχαίο παρελθόν- όχι μόνο σε ότι αφορά το έργο τέχνης αλλά και τη διαχείριση του δημόσιου χώρου που το φιλοξενεί. Πρόκειται για ένα κοινό που διεκδικεί το δικαίωμα της παρέμβασης σε αυτόν τον ξεχωριστό τομέα της δημόσιας ζωής, σε μια εποχή απαγορευτική μεν για κοινωνικές διεκδικήσεις, δεκτική όμως σε έναν λόγο που αρμόζει στα ιδεώδη του καθεστώτος. Πέρα από τις όποιες αντιφάσεις και τις ιδεολογικές παραμέτρους, ο ιδιωτικός λόγος γίνεται δημόσιος και διεκδικεί το δικαίωμα της σκηνογραφίας του δημόσιου χώρου, που ποτέ δεν παύει να είναι και ιδιωτικός.

[1] Για ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας της δημόσιας γλυπτικής, του μνημείου ως φορέα εθνικών αξιών και το ρόλο του κοινού-δέκτη, βλ. Τσιάρα Συραγώ, Τοπία της Εθνικής μνήμης: Ιστορίες της Μακεδονίας γραμμένες σε μάρμαρο, Αθήνα: Κλειδάριθμος, 2004, σελ. 15-49.
[2] Ενδεικτικά βλ. Εφημερίδα ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΒΟΡΡΑΣ, αρ. φ. 4618)214, 4-4-1969, σελ. 2, στήλη “Στο περιθώριο της επικαιρότητος”.
[3] Για την υποδοχή του καλλιτεχνικού έργου βλ. το ομώνυμο κεφάλαιο στο Κωτίδης Αντώνης, Μοντερνισμός και “Παράδοση” στην ελληνική τέχνη του μεσοπολέμου, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 1993, σελ. 45-99.

Δεν υπάρχουν σχόλια: